Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Όσο δυσοίωνη κι αν είναι η σημερινή κατάσταση μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά.*

Η κρίση που αντιμετωπίζουμε παγκόσμια δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Δεν είναι ένας απλός οικονομικός κύκλος, όπου η οικονομία κάνει τον κύκλο της και επανέρχεται λίγο-πολύ στην προτέρα κατάσταση ανάπτυξης, εισοδημάτων, απασχόλησης. Η κρίση αυτή έχει ιστορικές διαστάσεις. Έχει οδηγήσει σε μια βαθύτατη ύφεση που ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει ως "κύκλο στασιμότητας". Κανείς δεν βλέπει φως στο τούνελ. Κανείς δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί πώς θα βγει η παγκόσμια οικονομία από το αδιέξοδο.

Ένα είναι σίγουρο. Η οικονομία δεν πρόκειται να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Δεν μπορεί να πετύχει ούτε καν τους ρυθμούς ανόδου της δεκαετίας πριν από το κραχ του 2008. Επομένως, όποιος ελπίζει ότι οι δουλειές θα ανοίξουν, ή έστω ότι θα επανέλθουμε στην κατάσταση προ της χρεοκοπίας, αυταπάται οικτρά.


Μια κρίση με πρωτοφανείς διαστάσεις και αδιέξοδα

Το παγκόσμιο σύστημα των αγορών έχει μπλοκάρει και δεν μπορεί να επανεκκινήσει την οικονομία, παρά μόνο με όρους απίστευτης κερδοσκοπίας, αγυρτείας και λεηλασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο που οι μηχανισμοί αυτοί λιντσάρουν κυριολεκτικά την πραγματική οικονομία, κυρίως το εισόδημα και την απασχόληση παγκόσμια. Κι έτσι επιδεινώνουν την κατάσταση της ύφεσης.

Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που κανένα κράτος, κανένας υπερεθνικός οργανισμός, καμιά αγορά δεν μπορεί να σπάσει. Κι ο λόγος είναι απλός. Οι συσσωρεύσεις μέσων κερδοσκοπίας και αγυρτείας με μετοχές, παράγωγα, ομόλογα και πιστωτικά προϊόντα συνεχίζουν να πνίγουν όσο ποτέ άλλοτε την πραγματική οικονομία και τις ανάγκες της σε παραγωγή, εισόδημα, απασχόληση και άμεσες επενδύσεις.

Τα μέσα εξαγοράς πολιτικής εύνοιας είναι στις μέρες μας τόσο άφθονα, που έχουν μετατρέψει τα κράτη και κυρίους τους υπερκρατικούς οργανισμούς σε απλά εξαρτήματα, σε αποφύσεις των κυκλωμάτων κερδοσκοπίας και χρηματοπιστωτικής αγυρτείας. Στις μέρες μας δεν είναι οι επιχειρήσεις το βασικό μέσο πλουτισμού και συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά ο επενδυτής ραντιέρης, δηλαδή αυτός που κερδίζει και αυξάνει το κεφάλαιό του παίζοντας με αξιόγραφα και χρεόγραφα σε κάθε λογής χρηματιστική αγορά. Δεν είναι το επιχειρηματικό κέρδος το σύμβολο του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά η χρηματιστική αξία των τίτλων που διαθέτει ο κεφαλαιούχος. Ο παρασητισμός στο άνωτατο στάδιό του.

Ένας παρασητισμός που κυριολεκτικά πνίγει κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής σήμερα και μας απειλεί με μια οπισθοδρόμηση ιστορικών διαστάσεων. Με την αναβίωση του μεσαίωνα όχι μόνο στις εργασιακές σχέσεις και συνθήκες, αλλά και στο επίπεδο του πνεύματος και του πολιτισμού. Γι' αυτό και σήμερα πηγή της σύγχρονης πνευματικής καταστολής δεν είναι η επίσημη εκλησία, όπως στον παλιό  μεσαίωνα, αλλά οι ακαδημίες και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, που παράγουν στρατιές λοβοτομημένων, ασυνείδητων και ιδοπαθών μισθοφόρων που ξέρουν να υποβιβάζουν ακόμη και την επιστημονική γνώση στο επίπεδο της πιο χυδαίας επιστήμης του πλουτισμού. Ίσως ποτέ άλλοτε το ανθρώπινο πνεύμα κι ο πολιτισμός να μην έχουν δεχθεί μια τέτοια επίθεση, όπως η σημερινή, η οποία ισοδυναμεί με πραγματικό ολοκαύτωμα κάθε ανθρωπιστικού ιδανικού που η ανθρωπινη σκέψη και δράση έχει κατακτήσει με πολύ κόπο και αγώνες από τις απαρχές της ιστορίας.

Όλα αυτά δεν είναι η πρώτη φορά που τα επισημαίνουμε. Μόνο που σήμερα είναι εύκολο να τα διαπιστώσει ακόμη και ο πιο αφελής. Κι από προφήτες κατόπιν εορτής, έχουμε μπουχτίσει. Όπως και από "αναλυτές" του προφανούς.

Πολύ περισσότερο όταν σήμερα ο πόλεμος, η μαζική σφαγή, η γενοκτονία έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη ως συστατικό στοιχείο των αγορών όσο ποτέ άλλοτε. «Δεν έχουμε δει τόσες πολλές περιοχές και τόσα σύνορα να αμφισβητούνται από την εποχή του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου», δήλωσε ένας κορυφαίος αναλυτής της αμερικανικής τράπεζας με έδρα το Σικάγο BMO Private Bank. Μια τράπεζα που ειδικεύεται στις αγορές μετοχών εταιρειών που σχετίζονται με τον πόλεμο. Μετοχές που στις μέρες μας συγκεντρώνουν τις υψηλότερες αποδόσεις και το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων επενδυτών.

Η Ελλάδα είναι αδύνατον να ανακάμψει υπό τις υπάρχουσες συνθήκες

Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα είναι μια παντελώς ανοχύρωτη χώρα. Είναι ένα προνομιακό οικόπεδο για όποιον σχεδιάζει αρπαχτές, επιδρομές και πολέμους για αλλαγές συνόρων. Είναι μια χώρα που δεν πρόκειται να ανακάμψει ποτέ από την χρεοκοπία της και προορίζεται να κατακερματιστεί προκειμένου να εκποιηθεί. Η τύχη έχει προκαθοριστεί από τους δανειστές και τις αγορές.

Ο μόνος που μπορεί να αλλάξει αυτά τα δεδομένα είναι ο λαός. Κι αυτό μόνο αν αντιληφθεί σε τι κατάσταση βρίσκεται, σε τι αδιέξοδο τον έχουν οδηγήσει και τι καλείται να υπερασπιστεί. Και η πατρίδα ενός λαού, που αποτελεί το raison d'etre της ίδιας της ιστορικής του ύπαρξης, την υπερασπίζεται κανείς όχι με ραγιαδισμό, όχι με το σκύβει το κεφάλι στους τυράννους ελπίζοντας να τον λυπηθούν, ούτε με το να παρακαλά για οίκτο. 

Ένας λαός υφίσταται μόνο όταν υπερασπίζεται την κυριαρχία του πάνω στη χώρα του. "Αλλά πώς διαδηλούται η κυριαρχία; " ρωτούσε πριν ενάμισυ αιώνα ο Ν.Ι. Σαρίπολος "Δια της κινήσεως άραγε των καθεστυκιών εν τη πολιτεία αρχών; Ουχί. Αύται γαρ απλοί εισίν του έθνους εντολοδόχοι. Δια της εκλογής ίσως των αντιπροσώπων; Ούτε. Διότι και τούτους οι εκλογείς μόνοι εκλέγουσιν, οσον δε μέγας και πολυάριθμος αν ή ο των εκλογέων σύλλογος αδύνατον να συμπεριλαβείν αυτό όλον το έθνος. Δια της ενεργείας των τιθέντων τους νόμους σωμάτων; Ούτε. Διότι και ταύτα ατέχνως εντολοδόχοι εισίν του έθνους προς ενάσκησιν μέρους της κυριαρχικής αυτού εξουσίας και ουδέν πλέον. Πότε λοιπόν και πώς καταφανής γίνεται η κυριαρχία; Η κυριαρχία διαδηλούται όταν εν έθνος ομοθυμαδόν τρέχει προς τον σταυρόν όν έπηξε επί του βράχου των Καλαβρύτων είς Γερμανός. Όταν εν έθνος συντάσσεται υπό ένα Γουλιέλμον Τέλλον κατά της τυρρανίας. Όταν η σάλπιξ ενός Υψηλάντου ηχή τερπνώς τοίς ώσιν αυτού. Όταν αι μητέραι διδάσκωσιν τα εαυτών τέκνα όπως εκδικηθώσι τι της μεγάλης μητρός, της πατρίδος, δουλικόν αίσχος. Όταν τα πρώτα των βρεφών ψελλίσματα τα επινίκεια εισί των ηρώων της πατρίδος άσματα. Ιδού πότε διαδηλούται η κυριαρχία. Ιδού πώς ενεργεί."

Είναι σήμερα οι Έλληνες, ο ελληνικός λαός να αποδείξει ότι είναι έθνος κυρίαρχο; Μέχρι στιγμής έχει αποδείξει το αντίθετο. Αυτός που έχει σκύψει το κεφάλι και θεωρεί ότι υπηρετεί την πατρίδα με το να ενδίδει στις ορέξεις και στην επικυριαρχία εξωχώριων δυνάμεων και κέντρων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ραγιάς. Και μάλιστα δοσίλογος ραγιάς. Όμως όσο υπάρχουν έστω και λίγοι που σαν την κλεφτουριά του '21 και τους επαναστάτες λογίους που δίδασκαν σαν τον Ρήγα την αξία του "αυτοκράτορος λαού", το έθνος, η πατρίδα και η δημοκρατία που θεμελιώνεται μόνο πάνω σ' ένα έδαφος όπου διαδηλούται η κυριαρχία ενός λαού, δεν έχουν χαθεί.

Αυτό που μετρά είναι η στάση του καθενός μας

Η περίοδος λοιπόν στην οποία βρισκόμαστε είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Όχι μόνο για το Μέτωπο, αλλά πρωτίστως για τη χώρα και τον λαό. Πολλοί νομίζουν ότι ο λαός "ηττήθηκε", ότι τέλος πάντων δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα και ας κοιτάξει ο καθένας τη δουλίτσα του για να δει πώς θα τα βγάλει πέρα. Κατανοώ πόσο δύσκολο είναι να τα βάλει κανείς με την αλλοτινή του συνείδηση, εκείνη δηλαδή που του ενστάλαξαν για δεκαετίες και του έμαθαν να κοιτά τον εαυτούλη του και τη δουλίτσα του, αντιμετωπίζοντας τα "κοινά" σαν κάτι παράταιρο, αφύσικο, ή και περιθωριακό.

Δεν κακίζω κανέναν. Ο καθένας με τα κότσια και τις αντοχές που διαθέτει. Όμως, ο αγώνας δεν είναι επιλογή σήμερα, αλλά αδήριτη ανάγκη. Ανάγκη που πηγάζει από την ίδια την ανάγκη επιβίωσης τη δικής μας, της οικογενειάς μας, αλλά και ολόκληρου του λαού. Όποιος δεν το έχει καταλάβει αυτό, τότε είναι άξιος μόνο για να τον λυπάται κανείς. Και δεν υπάρχει κανείς που να μου εμπνέει μεγαλύτερη λύπη και οίκτο, από εκείνον που κρύβει τη δειλία του μέσα σε προσωπικές αντιπαραθέσεις και ίντριγκες, που κρύβει τον κακό του εαυτό με το να βρίσκει ως διέξοδο την παραίτηση από δήθεν κακές συμπεριφορές άλλων.

Είναι τέτοια η κατάντια ορισμένων που δεν τους ενοχλεί καν να επιδεικνύουν συμπεριφορές προβληματικού νηπίου, θέλοντας να κρύψουν τις δικές τους προσωπικές αδυναμίες και ανικανότητες. Δύσκολο πράγμα να είναι κανείς αξιοπρεπής και με συνείδηση καθήκοντος στις μέρες μας. Όταν ολόκληρη η κοινωνία βουλιάζει στην αναξιοπρέπεια και την ποταπότητα, είναι εύκολο για όποιον θέλει να κρυφτεί από τον εαυτό του να βγάλει όλη την κακία του στην επιφάνεια, την αγωγή που δεν απέκτησε ποτέ του και να πετάξει από πάνω του το καθήκον που δεν έμαθε ποτέ να υπηρετεί με δική του επιλογή.

Άλλωστε υπάρχει πάντα η εύκολη δικαιολογία. Δεν φταίω εγώ, αλλά οι άλλοι. Κι έτσι η συκοφαντία, η χυδαιότητα και η υποκρισία πάει σύνεφο. Με αυτά τα μέσα μας ανάθρεψαν και μας "κοινωνικοποίησαν" από τα παιδικά μας χρόνια. Μην αναλαμβάνεις ποτέ την ευθύνη γι' αυτά που κάνεις και κυρίως γι' αυτά που δεν κάνεις, άσε τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, κοίτα τη δουλίτσα σου κι όλα τ' άλλα δεν είναι για σένα, άσε που στο κάτω-κάτω όλοι ίδιοι είναι! Άρπαξε την ευκαιρία και άσε τους γραφικούς να μιλάνε για αξίες και αρχές! Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ!

Βρόμα και δυσοδία ως εκεί που δεν παίρνει. Μόνο και μόνο για να μάθουμε να ζούμε σαν κοπάδι, σαν άθλια μυρηκαστικά, σαν οικόσιτοι χοίροι συνηθισμένοι τόσο πολύ στη λασπουριά ώστε να τη θεωρούμε ότι πιο οικείο υπάρχει για εμάς. Άσε που πίσω απ' όλες αυτές τις δικαιολογίες, ότι "τίποτε δεν γίνεται", κοκ, κρύβεται η μύχια σκέψη του υποψήφιου προς σφαγή:  Εγώ θα ξεφύγω από τον δήμιο. Εγώ με κάποιον τρόπο θα επιβιώσω, έστω κι αν χαθούν όλοι οι άλλοι.

Μπροστά στα κρεματόρια μιας άλλης εποχής

Είναι η ίδια σκέψη που έκαναν εκατομμύρια που στάθηκαν στις ουρές για τις αίθουσες αερίων και για τα κρεματόρια, την εποχή των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας από τους διοικητές αυτών των στρατοπέδων είχε πει στη δίκη του, ότι μπορούσε μέσα σε μια μέρα να "ξαποστείλει" έως και 10 χιλιάδες κρατούμενους με συνοδεία μόλις ενός φρουρού. Όταν τον ρώτησε έκπληκτος ένας από τους δικαστές αν οι κρατούμενοι ήξεραν που πήγαιναν, ο ναζί απάντησε "και βέβαια ήξεραν, μιας και η λειτουργία των κρεματορίων είχε πνίξει το στρατόπεδο με μια μόνιμη αιθαλομίχλη που γέμιζε τα πάντα με τη μυρωδιά των πτωμάτων".

Η δήλωση αυτή προκάλεσε την εύλογη απορία ενός άλλου δικαστή που ρώτησε τον κατηγορούμενο: τι ήταν εκείνο που τους κρατούσε και δεν έπαιρναν το ρίσκο να επιτεθούν στους φρουρούς και να δραπετεύσουν; Ο ναζί απάντησε με πολύ φυσιολογικό τρόπο ότι οι κρατούμενοι δεν είχαν κανενός είδους οργάνωση, αλληλεγγύη και συνοχή, δεν ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλο, ενώ είχαμε ανάμεσά τους κι εκείνους που τους έλεγαν διαρκώς ότι αν κάτσουν ήσυχα μπορεί και να γλυτώσουν, ότι ίσως να μην είναι στην επόμενη "φουρνιά". Κι ο ναζί χαμογελώντας είπε στους έκπληκτους δικαστές του, ότι ακόμη και στην ουρά για τους θαλάμους αερίων υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι κάτι θα γίνει και τελικά θα επιβιώσουν.

Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται κι όσοι πιστεύουν ότι "δεν γίνεται τίποτε". Αδυνατούν να αντιληφθούν το αυτονόητο, ότι μόνο η οργανωμένη και συστηματική δουλειά μέσα στο λαό, από γειτονιά σε γειτονιά, από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, μπορεί να κάνει τη διαφορά. Θα μου πείτε πόσοι έχουν τα κότσια να το κάνουν; Μόνο όσοι πιστεύουν ότι αυτή η ζωή δεν τους αξίζει, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσουν να χαθεί ο λαός και η πατρίδα. Μόνο όσοι πιστεύουν στη νίκη. Μόνο αυτοί, όσο λίγοι κι αν είναι.

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε την πάντα διαχρονική ρήση του Ελύτη: Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά... Και η ελπίδα θα υπάρχει πάντα όσο αυτοί οι πεισματάρηδες δεν το βάζουν κάτω. Ότι συμφορά κι αν βρει τη χώρα και τον λαό της, ότι καταστροφή κι αν της επιφέρουν, η ελπίδα δεν σβήνει όσο υπάρχουν πεισματάρηδες που συνεχίζουν. Όχι σαν θρησκευτική φράξια. Ούτε σαν ιδεολογική φατρία, αλλά σαν μάχιμη οργάνωση μέσα στον λαό, μιλώντας με το λαό την ίδια γλώσσα για να μπορεί να κρατά ψηλά το κεφάλι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Η ανάγκη για μια νέα Φιλική Εταιρεία

Πολλοί από εμάς όταν πρωτοδημιουργήθηκε το ΕΠΑΜ το συγκρίναμε με την Φιλική Εταιρεία, αλλά και με το ΕΑΜ της παλιάς κατοχής. Δεν είχαμε όμως αντιληφθεί ότι πρέπει να λειτουργήσουμε περισσότερο σαν Φιλική Εταιρεία και λιγότερο σαν ΕΑΜ. Ο λόγος είναι απλός. Το ΕΑΜ πάτησε πάνω στην οιονεί ενότητα του λαού που είχε ξεσηκωθεί από μόνος του, παρά κι ενάντια σ' όλες τις αντιξοότητες, για να υπερασπίσει την πατρίδα του από τον φασίστα εισβολέα. Κι έτσι με μια απλή του κίνηση πέταξε στα σκουπίδια το καθεστώς του φασισμού που του είχε επιβάλλει ο Μεταξάς και ο τοπάρχης των βρετανών κάτοχος του ελληνικού θρόνου.

Σήμερα, δεν υπάρχει αυτό το αίσθημα στο λαό μας. Κι ένας λαός που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της υπεράσπισης της πατρίδας όταν αυτή απειλείται από την εξουσία ξένων και ντόπιων τυράννων, τότε δεν είναι λαός, αλλά όχλος. Κι αυτό που διαχωρίζει τον όχλο από τον λαό, είναι ότι δεν έχει εθνική ταυτότητα και συνείδηση.

Το ελληνικό έθνος έπαψε ιστορικά να υφίσταται εδώ και πολλά χρόνια. Πρόκειται για κατάκτηση της μεταπολίτευσης και κυρίως της δικομματικής εναλλαγής από τη δεκαετία του '80 και μετά όπου νέα "μεγάλη ιδέα" του έθνους - όπως είχε πει τότε ο Μητσοτάκης - έγινε η "ευρωπαϊκή ολοκλήρωση", δηλαδή η κατάλυση των εθνών και των λαών στο βωμό της υπερεθνικής εξουσίας των μονοπωλίων της αγοράς.

Κι ο λόγος είναι απλός. Για να υφίσταται ένα έθνος όχι σαν ιδέα, αλλά σαν υλική δύναμη, θα πρέπει να υπάρχει ένας συγκροτημένος ιστορικά λαός που διεκδικεί και υπερασπίζεται την πατρίδα του. Τέτοιος λαός έπαψε να υπάρχει και το βλέπουμε καθαρά σήμερα. Το ελληνικό έθνος κατάντησε μια μπάσταρδη ιδέα, μια σημαία ευκαιρίας, μια απλή πρόφαση για το επίσημο κράτος και την άρχουσα τάξη, ώστε να μας πουλούν και να μας αγοράζουν όλους, μαζί και την εθνική επικράτεια.

Έτσι δημιουργήθηκε από τα πάνω ένα "έθνος" απάτριδων. Ο λαός έχασε σε κρίσιμο βαθμό την αίσθηση της πατρίδας, της οποίας η υπεράσπιση ήταν στις προηγούμενες γενιές το κυρίαρχο κίνητρο για τους κοινωνικούς και πολιτικούς της αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία, για ένα καλύτερο αύριο και μια νέα Ελλάδα. Μετατράπηκε σ' έναν εξουσιαζόμενο όχλο, που η αφοσίωσή του βρίσκεται στο κόμμα, τον πολιτευτή και τον εκάστοτε πραίτορα της εξουσίας.

Δείτε με τι θεοσέβεια στέκεται απέναντι στα κόμματα - που για τους περισσότερους ακόμη κι όταν τα σιχτιρίζουν συνιστούν κάτι περισσότερο από ακλόνητες και αιώνιες αλήθειες - όπως και τους επώνυμους των μηχανισμών της εξουσίας, έστω κι αν έχουν αναδειχθεί από τον κατιμά της κοινωνίας και συνιστούν ένα είδος "λαμέ" περιθωρίου με επίπεδο, γούστα και συμπεριφορές υπόκοσμου. Έστω κι αν ο καλύτερος από δαύτους δεν φτάνει ούτε καν στο μικρό του δαχτυλάκι όποιου ξέρει τι σημαίνει καθημερινός μόχθος για τον επιούσιο.

Το καθήκον του αληθινού αγωνιστή σήμερα

Τι κάνουμε εμείς λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση; Μια επιλογή είναι να γίνουμε σαν όλους τους άλλους, λέγοντας που δεν γίνεται τίποτε καλύτερο. Αυτό μπορεί να το πει εύκολα όποιος δεν έχει αγωνιστεί ποτέ στη ζωή του. Δεν εννοώ σε πολιτικούς αγώνες, αλλά να έχει αγωνιστεί προκειμένου να φτιάξει τη ζωή του όπως αυτός ορίζει. Θα μου πείτε είναι λίγοι αυτοί. Ναι, αλλά σ' αυτούς στηρίζεται η ζωή και ολόκληρη η κοινωνία. Είναι η πάστα από την οποία φτιάχνονται οι πεισματάρηδες που λέγαμε πριν.

Όποιος λοιπόν έχει αγωνιστεί για να φτιάξει με τα χέρια του τη ζωή του και δεν υπήρξε ποτέ του έρμαιο της τύχης, ή των ευκαιριών που άλλοι καθόριζαν, η απάντηση είναι αυτονόητη. Αγώνας μέχρις εσχάτων. Αγώνας με τη μορφή που πήρε όταν η Φιλική Εταιρεία άρχισε να μετουσιώνει τις ιδέες των λογίων περί ελληνικού έθνους σε πραγματική υλική δύναμη. Τέτοιος αγώνας χρειάζεται και σήμερα. Τηρουμένων πάντα των ιστορικών αναλογιών.

Όσο υπάρχει μια συγκροτημένη δύναμη που ξέρει να δουλεύει οργανωμένα μέσα στον λαό την ανάγκη της εθνικής απελευθέρωσης, τότε το έλληνικό έθνος δεν έχει χαθεί παντελώς. Κι όσο απλώνεται το οργανωτικό της δίκτυο και η κοινωνικοπολιτική επιρροή της, τόσο το ελληνικό έθνος θα αναγεννιέται ενάντια σε κάθε επιβουλή ντόπιων και ξένων τυράννων. Θα αναγεννιέται σε νέα κοινωνική βάση, όπου ο όχλος και η ταξική πόλωση που οδηγεί σήμερα στη μετατροπή του εργαζόμενου σε προλετάριο με την αρχαία ρωμαϊκή έννοια και συνείδηση, θα μετασχηματίζεται σε μια μάχιμη κοινωνικοπολιτική δύναμη με τέτοια αίσθηση ιστορικής ρίζας και συνέχειας, ώστε να αντιληφθεί στην πράξη την ανάγκη να διεκδικήσει την πατρίδα του προκειμένου να γίνει ο καταπιεσμένος λαός αφέντης στον τόπο του.

Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να αναγεννηθεί το ελληνικό έθνος, ώστε να μην καταλήξει ένα απλό μουσειακό είδος στις προθήκες ιστορίας των μεγάλων κέντρων της Δύσης δίπλα στους πολιτισμούς που αδίστακτα εξαφανίσε από προσώπου γης το "εκπολιτιστικό έργο" της αποικιοκρατίας. Μόνο έτσι η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας δεν θα καταλήξει τελικά να γίνει νομαδικό προλεταριάτο αισχίστης μορφής, ή θύτες επί το αρχαιοελληνικότερον, υπό καθεστώς παγκόσμιας τυρρανίας.

Η ασθένεια του πολιτικού κρετινισμού

Τα λέμε όλα αυτά για να θέσουμε το μέτρο με βάση το οποίο θα πρέπει να κρίνουμε τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας. Πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε από την επιρροή του πολιτικού κρετινισμού που κρίνει τις εξελίξεις με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών και από το τι συμβαίνει στο κοινοβούλιο. Η πάθηση αυτή που συνοδεύεται από χαρακτηριστική πνευματική μαλθακότητα (μαλακία κατά Θουκιδίδη) αναδείχθηκε μαζί με τον κοινοβουλευτισμό και όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε ο Ένγκελς "είναι μια ανίατη ασθένεια, μια ασθένεια των οποίων τα ατυχή θύματα είναι διαποτισμένα από την ευγενή πεποίθηση ότι όλος ο κόσμος, η ιστορία και το μέλλον του, κατευθύνονται και καθορίζονται από την πλειοψηφία των ψήφων εκείνου ακριβώς του αντιπροσωπευτικού οργάνου που έχει την τιμή να τους έχει ως μέλη του."

Την πάθηση αυτή ο Χέρμπερτ Σπένσερ χαρακτήριζε ως τη "μεγάλη πολιτική δεισιδαιμονία" της εποχής μας: "Η μεγάλη πολιτική δεισιδαιμονία του παρελθόντος ήταν η ελέω Θεού βασιλεία. Η μεγάλη πολιτική δεισιδαιμονία του παρόντος είναι το θεϊκό δικαίωμα των κοινοβουλίων. Το λάδι του χρίσματος φαίνεται πώς απροσδόκητα είχε στάξει από το κεφάλι του ενός στις κεφαλές των πολλών, και έχει δώσει ιερότητα στους ίδιους και στα διατάγματά τους."

Επομένως θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι για εμάς η μάχη των εκλογών δεν είναι το άπαν. Επιλέγουμε να τη δώσουμε με τους δικούς μας όρους και ανάλογα με τα μέσα που διαθέτουμε για να δούμε πώς κινείται το θερμόμετρο της κοινωνίας, για να σαθμίσουμε τη δική μας παρέμβαση σ' αυτήν. Είναι σίγουρο ότι από αυτό καθεστώς, από αυτόν τον αποικιακό ζυγό δεν θα βγούμε με εκλογές. Θα οδηγηθούμε σε αναμέτρηση. Αυτό που θα κρίνει αυτή την αναμέτρηση θα είναι το επίπεδο ωριμότητας και οργάνωσης του λαού.

Για εμάς οι εκλογές είναι μια πολιτική μάχη σαν όλες τις άλλες που δίνουμε, ή οφείλουμε να δώσουμε μέσα στην κοινωνία. Όπως δεν μπορούμε να απορρίψουμε ευθύς εξαρχής οποιαδήποτε μορφή αγώνα, έτσι δεν μπορούμε να απορρίψουμε και την μάχη των εκλογών, όποτε κρίνουμε ότι η συμμετοχή μας σ' αυτές είναι απαραίτητη. Η πολιτική αποχή δεν υπήρξε ποτέ και σε καμιά περίπτωση λύση ή μοχλός μεγάλων ανατροπών σε οφέλος του λαού. Μόνο το περιθώριο ευνοεί η όποια λογική της πολιτικής αποχής.

Όπως λοιπόν δεν θεωρούμε τις εκλογές το άπαν της παρέμβασής μας στην κοινωνία, έτσι δεν απορρίπτουμε τις εκλογές ως πολιτική μάχη που αφορά εκατομμύρια λαού. Εκτός κι αν το νόσημα του πολιτικού κρετινισμού, που συνήθως εμφανίζεται με διφυή χαρακτήρα, ή σαν κοινοβουλευτικός κρετινισμός, ή σαν αντικοινοβουλευτικός κρετινισμός, μας έχει μετατρέψει σε ομάδα του περιθωρίου, η οποία όπως πάντα θεμελιώνεται στη δική της πολιτική θρησκοληψία της απόλυτης αλήθειας. Ξέρετε το γνωστό. Εφόσον εμείς ξέρουμε ότι το κοινοβούλιο είναι απάτη, ή η ΕΕ είναι έγκληματική, τότε δεν συμμετέχουμε και επιτρέπουμε στις κυρίαρχες δυνάμεις να δρουν ελεύθερα και χωρίς καμιά πρόκληση. Κι αυτή η άποψη φαντάζει επαναστατική! Όσο επαναστατικός ήταν πάντα ο αναχωρητισμός!

Τι καθήκον καλείται να εκπληρώσει το ΕΠΑΜ;   

Όμως, όλοι εμείς που ενταχθήκαμε και παλεύουμε από τις γραμμές του ΕΠΑΜ για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τον αποικιακό ζυγό, καλούμαστε να κάνουμε τη διαφορά μέσα στην ελληνική κοινωνία όσο ποτέ άλλωτε. Τη διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που επιμένουν να αγωνίζονται ατομικά και συλλογικά, την ώρα που όλοι οι άλλοι τείνουν να παραδοθούν στο μοιραίο. Τη διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που δεν εγκαταλείπουν αρχές, στόχους και προτάγματα, την ίδια ώρα που όλοι οι άλλοι συμβιβάζονται με το υφιστάμενο καθεστώς και τον τρόπο ζωής που αυτό επιβάλλει. Τη διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που δεν πρόκειται να λυγίσουν, ή να προδώσουν τον λαό και την πατρίδα τώρα στην πιο κρίσιμη στιγμή τους, όταν όλοι οι άλλοι στρουθοκαμιλίζουν, ή προσποιούνται ότι δεν τρέχει κάτι το ιδιαίτερο.

Η Ελλάδα σήμερα ζει μέσα σ΄ένα εξαιρετικά επικίνδυνο κοινωνικό και πολιτικό τέλμα, την ίδια ώρα που θεσμικά και οικονομικά καταρρέει ολοκληρωτικά. Την ίδια ώρα που οι εξωχώριες δυνάμεις και κέντρα που της έχουν επιβάλλει το αποικιακό καθεστώς κατοχής, προχωρούν όλο και πιο αδίστακτα στην εξόντωση του ελληνικού λαού, στην εκποίηση της εθνικής επικράτειας και στην αναθεώρηση όλων των βασικών γνωρισμάτων που συνθέτουν την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.

Το ίδιο το κράτος έχει μεταβληθεί σ' έναν απόλυτα εχθρικό μηχανισμό οικονομικής και φυσικής καταστολής του έλληνα πολίτη, στερώντας του όλα τα βασικά ανθρώπινα, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Στόχος του είναι να φτωχοποιήσει τον μέσο Έλληνα, να τον πνίξει στα χρέη ώστε να μην του μείνει ίχνος εισοδήματος και περιουσίας, εκτός από ένα πενιχρό, αμφίβολο και υπό αίρεση μεροκάματο. 'Ετσι ώστε να γίνει έρμαιο της καθημερινής επιβίωσης, μετανάστης μέσα στον ίδιο τον τόπο του.

Δεν θέλει και πολλά για να καταλάβει κανείς ότι το καθεστώς προχωρά βήμα το βήμα προετοιμάζοντας την τελική αναμέτρησή του με τον ελληνικό λαό. Ξέρει πολύ καλά ότι η κοινωνική οργή θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα. Άλλωστε χωρίς την ολοκληρωτική συντριβή του λαού μέσα από μια ανοιχτή και ενδεχομένως αιματηρή αναμέτρηση, δεν μπορεί να προχωρήσει στην ολοκληρωτική διάλυση της χώρας και τον εθνικό της ακρωτηριασμό. Για να τα καταφέρει όμως το καθεστώς θα πρέπει πρώτα να συνθλίψει κάθε ελπίδα στον απλό κόσμο, να του στερήσει κάθε δυνατότητα συλλογικής άμυνας και οργάνωσης.

Κι έτσι να μπορέσει να αναμετρηθεί μαζί του, όταν και όποτε αποφασίσει το ίδιο, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να αντιμετωπίσει έναν οργανωμένο και αποφασισμένο λαό. Να μπορέσει να επιβάλλει όρους καταστολής με μισθοφόρους και ιδιωτικοποιημένες δυνάμεις ασφαλείας με τη συνδρομή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, προκειμένου στην κομματιασμένη Ελλάδα να μπορούν οι επίδοξοι επενδυτές να διασφαλίσουν τις επενδύσεις τους.

Κι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το καθεστώς τα καταφαίρνει μια χαρά. Ο λαός μας ποτέ δεν ήταν τόσο ανοργάνωτος και τόσο απροστάτευτος, όσο σήμερα. Δεν ήταν ποτέ του τόσο απαισιόδοξος για το παρών και το μέλλον του, όσο σήμερα. Δεν είχε χάσει ποτέ του τόσο πολύ τις ελπίδες του, όσο σήμερα. Το μόνο που ελπίζει είναι να τελειώσει όσο πιο γρήγορα το μαρτύριο που ζει, ακόμη κι αν τα χάσει όλα.

Ποτέ του δεν σερνόταν πίσω από κομματάρχες και πολιτευτές όσο σήμερα, νομίζοντας ότι αν κάτσει ήσυχα και συμμορφωθεί θα τελείωσει το μαρτύριο. Αυτό άλλωστε του λένε από όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Ενώ όσοι υποτίθεται ότι μιλούν εξ ονόματός του, φροντίζουν να οδηγούν από τη μια ταπεινωτική ήττα στην άλλη κάθε τομέα και κλάδο που ξεσηκώνεται, κάθε εκδήλωση αγωνιστικής έξαρσης μέσα στο λαό. Ο λαός μας κυριολεκτικά αηδίασε από δήθεν αγώνες για την τιμή των κομματικών όπλων, από απεργίες χωρίς αντίκρυσμα και κινητοποιήσεις με στόχο τόσο στενά αιτήματα που προδικάζουν την ήττα και την ταπείνωση μπροστά στην αλαζονεία των κυβερνώντων.

Τι κατόρθωσαν 4 χρόνια ήττας πάνω στην ήττα; Να πείσουν τον λαό ότι πρέπει να γυρίσει την πλάτη του σε κάθε οργανωμένη και συλλογική κινητοποίηση. Να τι κατάφεραν οι κομματικοί μηχανισμοί και οι ηγεσίες των συνδικάτων. Ποτέ ο λαός μας δεν ένιωθε τόσο απελπισμένος και ανήμπορος. Ποτέ ο λαός μας, μαθημένος στην ήττα, ανοργάνωτος και διασπασμένος, δεν ήταν τόσο εύκολος αντίπαλος για ένα τόσο αδίστακτο και φονικό καθεστώς όπως το σημερινό. Ποτέ ο λαός μας δεν ήταν ένα τόσο εύκολο θύμα για την μαζική σφαγή που προετοιμάζουν οι δυνάμεις του καθεστώτος αποικιακής κατοχής.

Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η στάση μας; 

Το ΕΠΑΜ θα πρέπει όσο ποτέ άλλοτε να αναδειχθεί μέσα στην κοινωνία, μέσα στο λαό μας ως φάρος ενότητας και παράδειγμα οργανωτικής ανάπτυξης. Να γιατί κάνουμε την έκκληση-προσκλητήριο συνεργασίας σ' όλες τις δυνάμεις εντός και εκτός κοινοβουλίου. Να γιατί απευθυνόμαστε όχι μόνο, ούτε κύρια στις ηγεσίες, αλλά στον απλό κόσμο, πρωτίστως σε όσους βρεθήκαμε μαζί στους δρόμους του αγώνα ανεξάρτητα από το που ανήκουν, τι ψήφισαν, ή τι πρόκειται να ψηφίσουν.

Η πολιτική συμφωνία υπάρχει ήδη ανάμεσά μας, ανάμεσα σ' αυτούς που παλεύουν ενάντια στις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς, ενάντια στις τράπεζες, τα χαράτσια, το γενικό ξεπούλημα και τον εργασιακό μεσαίωνα. Γιατί λοιπόν να μην θέσουμε ως βάση της κοινής πολιτικής δράσης αυτά τα αιτήματα, που ήδη έχουν ζυμωθεί μέσα στον κόσμο και είναι τα μόνα που μπορούν να εξασφαλίσουν την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση των λαικών μαζών;

Αυτό που προέχει σήμερα, αυτήν εδώ τη στιγμή, δεν είναι να πειστεί ο κόσμος, ο λαός για τη σημασία των προταγμάτων μας, αλλά να ξεφύγει το ταχύτερο δυνατό από το τέλμα, από αυτό τον βάλτο. Αν δεν ξεφύγει πάμε ολοταχώς σε μαζική σφαγή όπου το ποιος έχει δίκιο στα προτάγματά του θα έχει τελείως δευτερεύουσα σημασία. Άλλωστε η πολιτική συμφωνία θα είναι και οφείλει να είναι ανοιχτή στην ελεύθερη ζύμωση και στην αναμέτρηση προταγμάτων για την λύση του σημερινού αδιεξόδου.

Το ΕΠΑΜ στις σημερινές συνθήκες οφείλει να αποδείξει ότι μπορεί να αναπτύσσεται οργανωτικά μέσα στο λαό. Από αυτή την οργανωτική ανάπτυξή του μέσα από νέα μέλη και φίλους δεν εξαρτάται μόνο η επιβίωση του ίδιου του Μετώπου, αλλά και η τύχη του ίδιου του λαού. Κι ο λόγος είναι απλός. Έχει αποδειχθεί ότι το ΕΠΑΜ είναι το μόνο πολιτικό σχήμα που χάρις στην οριζόντια μορφή της οργάνωσής του, χάρις στο συμμαχικό και μετωπικό του χαρακτήρα που κατακτιέται μέσα στο λαό, μπορεί να αναπτύσσεται οργανωτικά και πολιτικά στις σημερινές ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Κανένα άλλο πολιτικό σχήμα δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Μπορεί να μαζεύει ψήφους, ή επίδοξους πολιτευτές, αλλά η οργανωτική δομή του είναι σαθρή. Ειδικά μπροστά σ' εκείνη του ΕΠΑΜ.

Η δική μας δύναμη βρίσκεται στην οργάνωσή μας, ιδίως στη δυνατότητά της να αναπτύσσεται και να απλώνεται μέσα στο λαό. Ας κάνουμε λοιπόν το 3ο τακτικό συνέδριο του Μετώπου μας την αφετηρία για μια νέα ορμητική ανάπτυξη μέσα στις τάξεις του λαού. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να τάζουμε λαγούς με πετραχείλια, διορισμούς και βολέματα. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να το κάνουμε καλώντας και προετοιμάζοντας τον ίδιο τον λαό να πάρει ο ίδιος τις τύχες του στα χέρια του.


Από εμάς εξαρτάται αν θα μείνει ζωντανή η ιδέα της ενότητας του λαού πέρα και πάνω από κομματικούς και ιδεολογικούς διαχωρισμούς. Από εμάς εξαρτάται αν θα μείνει ζωντανή η ανάγκη συλλογικής και οργανωμένης δράσης του ίδιου του λαού, χωρίς διαμεσολαβητές και εξαρτήσεις από μηχανισμούς. Από εμάς εξαρτάται αν θα μείνει ζωντανή κι αν θα φουντώσει η φλόγα της λευτεριάς, του πατριωτισμού και της εθνικής αξιοπρέπειας του λαού μας μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή που έχει αντιμετωπίσει ποτέ για την ίδια την κοινωνική και εθνική του υπόσταση.

* Πολιτική Εισήγηση στο 3ο τακτικό συνέδριο του ΕΠΑΜ, 27/9/2014.

3ο Συνέδριο του Ε.ΠΑ.Μ.: Η ενότητα, ο αγώνας, η ελπίδα είναι ΕΔΩ!


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Όλες σχεδόν οι αποκαλούμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις έδωσαν το «παρών» στο 3ο Συνέδριο του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου (Ε.ΠΑ.Μ.), που διεξήχθη στον κινηματογράφο «Καλυψώ» της Καλλιθέας, από 25 έως 28/9. Η παρουσία – στην εναρκτήρια συνεδρία - εκπροσώπων κομμάτων εντός και εκτός κοινοβουλίου, κινημάτων και πολιτικών φορέων του αποκαλούμενου αντιμνημονιακού χώρου, «γέννησε» την ελπίδα για την επίτευξη μιας ευρείας, ελάχιστης πολιτικής συμφωνίας, που θα αφορά στα πιο άμεσα και ζωτικά προβλήματα του λαού και θα στοχεύει στην ανατροπή της δωσιλογικής συγκυβέρνησης που οδηγεί τη χώρα σε ολοκληρωτική καταστροφή και το λαό στην απόλυτη εξαθλίωση.
Τις εργασίες του Συνεδρίου άνοιξε ο απερχόμενος Γενικός Γραμματέας της Π.Γ. του Ε.ΠΑ.Μ. συν. Δημήτρης Καζάκης. Στον σύντομο χαιρετισμό του άσκησε δριμύτατη κριτική στην κυβερνητική πολιτική και υπογράμμισε ότι  «δύναμή μας είναι η ανατροπή  τους». Επισήμανε επίσης ότι «το θέμα μας δεν είναι πώς θα πληρώσουμε το χρέος, αλλά πώς θα διαγράψουμε το χρέος. Το θέμα μας δεν είναι πώς θα διαπραγματευτούμε τα αυτονόητα, αλλά πώς θα κατακτήσουμε τα αυτονόητα, δηλαδή εθνική ανεξαρτησία, εθνική κυριαρχία».
«Συμφωνούμε με τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου» υποστήριξε η κ. Εύη Καρακώστα, μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας μεταξύ άλλων: «Ζούμε μια εθνική προδοσία από τις σημερινές κυβερνήσεις, έχουμε λοιπόν πολύ σοβαρή δουλειά να κάνουμε και οφείλουμε να την κάνουμε όλοι μαζί. Εδώ καλούμαστε να δημιουργήσουμε αυτό το ενιαίο μέτωπο ώστε πολιτικά και κοινωνικά να ανορθώσουμε την ελπίδα του ελληνικού λαού».
Εκ μέρους των Ανεξάρτητων Ελλήνων απηύθηνε σύντομο χαιρετισμό ο Γ.Γ. του κόμματος κ. Γιάννης Μοίρας, ο οποίος τόνισε ότι «το μυστικό είναι να είμαστε μαζί. Τότε θα φύγουν οι τοκογλύφοι, η κυβέρνηση των προθύμων και τα κέντρα του νεοδωσιλογισμού. Μόνον έτσι θα απαλλαγούμε από τη μέγγενη των επονείδιστων χρεών, των παράνομων δανειακών συμβάσεων, ώστε να δώσουμε τον τίμιο αγώνα για την ελευθερία , το σπίτι μας και την εθνική ανεξαρτησία μας».
Σε ενωτικό κλίμα κινήθηκε και ο σύντομος χαιρετισμός του εκπροσώπου του ΝΑΡ -ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ. Αντώνη Δραγανίγου, ο οποίος επισήμανε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Πιστεύουμε ότι υπάρχει καθυστέρηση στη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που θα βάλει στην προμετωπίδα του τη διαγραφή και όχι την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, την έξοδο το ευρώ και την Ε.Ε., που θα βλέπει στην εργατική τάξη και το λαό, το υποκείμενο που θα μπορεί να μας σώσει και να επιβάλει την κοινωνική δικαιοσύνη, την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία».
Το 3ο Συνέδριο του Ε.ΠΑ.Μ. χαιρέτισαν επίσης,  ο κ. Θανάσης Γούναρης (Πειρατές),  ο κ. Κώστας Παπουλής (Σχέδιο Β'),  ο κ. Σπύρος Στάλιας (Δραχμή 5 αστέρων),  ο κ. Βασίλης Παπαδόπουλος  (ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ), ο κ. Μπάμπης Δελιδάκης (Ελεύθερη Ελλάδα), ο κ. Λεωνίδας Παπαδόπουλος (ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ - Ενιαίο Μέτωπο),   οι κ. Περικλής Δανόπουλος και Τζανής Γκούσκος (Επιτροπή Διεκδίκησης Κατοχικών Δανείων και Κλεμμένων Πολιτισμικών Θησαυρών), ο κ. Γιάννης Λιγνός (ΙΝΚΑ), ο κ. Γιώργος Τσιπάς (Δίκτυο Σπιθών Ελλάδας), ο κ. Βαγγέλης Παπαδάκης (Δημοτική Κίνηση Πολιτών Καλλιθέας), ο κ. Γιώργος Κόκκας (Ελληνκό Κίνημα Αμεσης Δημοκρατίας), ο κ. Δήμος Τράγκας (Ομοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Καλαβρύτων) και ο δημοσιογράφος Γώργος Χριστοφορίδης, εκ μέρους της εφημερίδας «Το χωνί».
Αίσθηση προκάλεσε η παρουσία και ο χαιρετισμός που απηύθυνε ο δήμαρχος Καλλιθέας κ. Δημ. Κάρναβος.
Χαιρετιστήρια μηνύματα απέστειλαν η βουλευτής των ΑΝΕΛ κ. Ραχήλ Μακρή και οι πρέσβεις της  Κούβας και της Βενεζουέλας. Παρέστη επίσης, ο κ. Παναγιώτης Μαντάς  εκ  (ΔΗΚΚΙ)  και ο κ. Χρήστος Μπίστης (ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Η  δεύτερη μέρα του Συνεδρίου (Παρασκευή 26/9) ξεκίνησε με πολιτική εισήγηση του απερχόμενου Γενικού Γραμματέα της Π.Γ. συν. Δημήτρη Καζάκη, ο οποίος σκιαγράφησε την εικόνα που παρουσιάζει η παγκόσμια οικονομία επισημαίνοντας ότι «το παγκόσμιο σύστημα των αγορών έχει μπλοκάρει και δεν μπορεί να επανεκκινήσει την οικονομία, παρά μόνο με όρους απίστευτης κερδοσκοπίας, αγυρτείας και λεηλασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο που οι μηχανισμοί αυτοί λιντσάρουν κυριολεκτικά την πραγματική οικονομία, κυρίως το εισόδημα και την απασχόληση παγκόσμια. Κι έτσι επιδεινώνουν την κατάσταση της ύφεσης».
Εστιάζοντας στην ελληνική πραγματικότητα επισήμανε ότι «μέσα σ' αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα είναι μια παντελώς ανοχύρωτη χώρα. Είναι ένα προνομιακό οικόπεδο για όποιον σχεδιάζει αρπαχτές, επιδρομές και πολέμους για αλλαγές συνόρων. Είναι μια χώρα που δεν πρόκειται να ανακάμψει ποτέ από την χρεοκοπία της και προορίζεται να κατακερματιστεί προκειμένου να εκποιηθεί. Η τύχη έχει προκαθοριστεί από τους δανειστές και τις αγορές».
Περιέφραψε , επίσης τη μορφή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μετά από δεκαετίες συστηματικής χειραγώγησης και υπογράμμισε ότι «ο αγώνας δεν είναι επιλογή σήμερα, αλλά αδήριτη ανάγκη. Ανάγκη που πηγάζει από την ίδια την ανάγκη επιβίωσης τη δικής μας, της οικογενειάς μας, αλλά και ολόκληρου του λαού». Αναφερόμενος δε στη χρησιμότητα της οργανωμένης δράσης, τόνισε: «Όσο υπάρχει μια συγκροτημένη δύναμη που ξέρει να δουλεύει οργανωμένα μέσα στον λαό την ανάγκη της εθνικής απελευθέρωσης, τότε το έλληνικό έθνος δεν έχει χαθεί παντελώς. Κι όσο απλώνεται το οργανωτικό της δίκτυο και η κοινωνικοπολιτική επιρροή της, τόσο το ελληνικό έθνος θα αναγεννιέται ενάντια σε κάθε επιβουλή ντόπιων και ξένων τυράννων».
Για το ζήτημα της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία επισήμανε ότι «για εμάς οι εκλογές είναι μια πολιτική μάχη σαν όλες τις άλλες που δίνουμε, ή οφείλουμε να δώσουμε μέσα στην κοινωνία. Όπως δεν μπορούμε να απορρίψουμε ευθύς εξαρχής οποιαδήποτε μορφή αγώνα, έτσι δεν μπορούμε να απορρίψουμε και την μάχη των εκλογών, όποτε κρίνουμε ότι η συμμετοχή μας σ' αυτές είναι απαραίτητη. Η πολιτική αποχή δεν υπήρξε ποτέ και σε καμιά περίπτωση λύση ή μοχλός μεγάλων ανατροπών σε οφέλος του λαού. Μόνο το περιθώριο ευνοεί η όποια λογική της πολιτικής αποχής».
Αναφορικά με τη στάση που πρέπει να κρατήσει το Ε.ΠΑ.Μ., υπό τις παρούσες συνθήκες τόνισε: «Το Ε.ΠΑ.Μ. θα πρέπει όσο ποτέ άλλοτε να αναδειχθεί μέσα στην κοινωνία, μέσα στο λαό μας ως φάρος ενότητας και παράδειγμα οργανωτικής ανάπτυξης. Να γιατί κάνουμε την έκκληση-προσκλητήριο συνεργασίας σ' όλες τις δυνάμεις εντός και εκτός κοινοβουλίου. Να γιατί απευθυνόμαστε όχι μόνο, ούτε κύρια στις ηγεσίες, αλλά στον απλό κόσμο, πρωτίστως σε όσους βρεθήκαμε μαζί στους δρόμους του αγώνα ανεξάρτητα από το που ανήκουν, τι ψήφισαν, ή τι πρόκειται να ψηφίσουν».
Η δεύτερη μέρα συνεχίστηκε με έγκριση των απολογισμών της Πολιτικής Γραμματείας, του Οργανωτικού Γραφείου και της Οικονομικής Επιτροπής . Εν συνεχεία, ακολούθησε η εισήγηση της θεματικής ομάδας για την τροποποίηση του καταστατικού. Παρουσιάστηκαν  οι προτάσεις και ακολούθησε συζήτηση  η οποία ολοκληρώθηκε το μεσημέρι της τρίτης μέρας  του συνεδρίου (Σάββατο 27/9).
Αμέσως μετά άρχισε ο πολιτικός διάλογος με ομιλίες των συνέδρων. Οι εξαιρετικές πολιτικές τοποθετήσεις, οι προωθημένες πολιτικές και οργανωτικές προτάσεις, όπως επίσης και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κριτικής σκέψης, κατέδειξαν την ωριμότητα και την ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη πολιτική επάρκεια των μελών του Ε.ΠΑ.Μ. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ενθουσιασμό, θετική προσδοκία και επιβεβαίωσε την αδιαμφισβήτητη ενότητα του Μετώπου.
Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν σε ένα κλίμα αγωνιστικής διάθεσης την Κυριακή 28/9, με την ψήφιση της πολιτικής απόφασης και την εκλογή των νέων οργάνων. 
Το 3ο Συνέδριο του Ε.ΠΑ.Μ. αποτελεί σταθμό και τομή για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αφού για πρώτη φορά πολιτικός φορέας εφάρμοσε στην πράξη και χωρίς καμιά εξαίρεση, τη δημοκρατική εναλλαγή στα πρόσωπα, υλοποιώντας καταστατική πρόβλεψη για μη δυνατότητα εκλογής στα όργανα, όλων των μελών τους που συμπληρώνουν δύο συνεχόμενες θητείες. 
Έτσι, όλα τα μέχρι τώρα στελέχη της Πολιτικής Γραμματείας συμπεριλαμβανομένου του σ. Δημήτρη Καζάκη, καθώς και του Οργανωτικού Γραφείου επιστρέφουν στους πυρήνες τους και αναλαμβάνουν νέα πρόσωπα τα νέα καθήκοντα που προκύπτουν από τις ανάγκες και την αλλαγή του καταστατικού που εγκρίθηκε από το Συνέδριο.
Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ




Αφού τελείωσε και φέτος η «παρέλαση» των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το μόνο που όλοι περίμεναν ήταν μια πικρή γεύση «από τα ίδια», με μόνη αλλαγή στους ρόλους «κερδισμένων» και «χαμένων». Παρ’ όλα αυτά, η φετινή έκθεση απετέλεσε ήδη αφετηρία πολιτικών εξελίξεων με την κατάθεση συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης από την αξιωματική αντιπολίτευση. Και αυτό, από μόνο του, είναι ένα πολύ θετικό γεγονός που χαιρετίζεται, αφού πλέον ο διάλογος και η αντιπαράθεση μπορεί να γίνεται επί του συγκεκριμένου και όχι συνθηματολογικά, με καταστροφολογίες, αφορισμούς και δίκες προθέσεων.

Συγκεκριμένα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης δια του φερόμενου ως πρωθυπουργού Σαμαρά, αλλά και του αντιπροέδρου του Βενιζέλου, συναγωνίστηκαν να πείσουν για την αγωνία που τα διακατέχει να διατηρηθούν με κάθε τρόπο και μέσο στην εξουσία, «σώζοντας» τη χώρα για πολλοστή φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Παντελώς γυμνοί από αξιοπιστία, αλλά και από στοιχειώδη δυνατότητα προσαρμογής της πολιτικής τους, αρκέστηκαν να κλείσουν το μάτι σε τμήματα του πληθυσμού, που θεωρούν δική τους εκλογική πελατεία, υποσχόμενοι αορίστως τα ελάχιστα που θα μπορούσε ενδεχομένως να συμφωνηθούν με την τρόικα. Κατά τα άλλα καταστροφολογία, χωρίς κανένα νέο στοιχείο, παρά μόνο, ότι «δεν θα μείνει ευρώ στις τράπεζες» αν πάψει ο «θεόπεμπτος» Σαμαράς να μας παριστάνει τον «ντούρο» πρωθυπουργό.

Αντίθετα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του προέδρου του κ. Τσίπρα, επιδόθηκε σε μια επιτυχημένη πράγματι επικοινωνιακά προσπάθεια να πείσει, ότι αφουγκράζεται τα προβλήματα, τους πόθους, αλλά και τις ελπίδες αυτού του λαού και αποτελεί τη «μοναδική» λύση για αλλαγή πορείας. Προχώρησε έτσι, στη διατύπωση μιας προγραμματικής πρότασης, αναπτύσσοντας τα διάφορα μέτρα που όντως «ακουμπούν» τις ελπίδες μεγάλων τμημάτων του λαού και γι’ αυτό, κατ’ αρχήν, βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση, στο βαθμό, τουλάχιστον, που παραμείνουμε στην επιφάνεια, γιατί αν εμβαθύνουμε, τότε μόνο απορίες και προβληματισμοί δημιουργούνται.

Έτσι, μπορούμε να πούμε, ότι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισαν τις εντυπώσεις με την κατάθεση της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έφεραν τη συγκυβέρνηση σε θέση άμυνας, σχεδόν απελπισίας, επιταχύνοντας στο εσωτερικό της τον εκφυλισμό και τη διάλυση. Είναι φανερό πλέον σε όλους, ότι στην περίπτωση εκλογών, που καθίστανται ολοένα και πιο πιθανές, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα είναι ο αδιαφιλονίκητος κερδισμένος, που θα κληθεί να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Οι ευθύνες του όμως έτσι αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

Επανερχόμενοι στις προτάσεις που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, εμείς που από την αρχή επιμέναμε σε ένα διάλογο επί του συγκεκριμένου, διακρίνουμε τη δυνατότητα τώρα. Γιατί όντως μέχρι σήμερα, μόνο οι δανειστές μας είχαν ολοκληρωμένο σχέδιο και πρόγραμμα, που εκτελούσαν με θρησκευτική ευλάβεια οι κυβερνώντες και συνεργάτες τους. Από την άλλη, προκαλούσε, ένθεν κακείθεν, τρόμο η οποιαδήποτε συζήτηση με βάση τις συγκεκριμένες προτάσεις του Ε.ΠΑ.Μ. για να ξεφύγουμε οριστικά από τα αδιέξοδα, είτε με την αγνόηση, είτε με την απόρριψη χωρίς συζήτηση και με το ακαταμάχητο επιχείρημα, ότι δήθεν «καλά είναι αυτά, αλλά δεν γίνονται». Με τους αντιπολιτευόμενους παντός χρώματος, να αρκούνται μόνο σε αντικαπιταλιστικές πομφόλυγες από τη μια, ή αντιμνημονιακές κορώνες από την άλλη.

Πράγματι, μετά το Ε.ΠΑ.Μ., που ήδη από πέρσι κατέθεσε ολοκληρωμένο πρόγραμμα, με σαφείς τους στόχους και πολύ συγκεκριμένες δέσμες μέτρων για την κατάκτησή τους, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε, ή κατάφερε να αρθρώσει έναν σχετικά σαφή προγραμματικό λόγο, προτείνοντας συγκεκριμένες δέσμες μέτρων, υλοποιήσιμες άμεσα, αν και διαφορετικής φιλοσοφίας από αυτές του Ε.ΠΑ.Μ., δίνοντας όμως έτσι, τη δυνατότητα ανοίγματος ουσιαστικής συζήτησης και κριτικής.

Μιας συζήτησης και ενός διαλόγου, που τόσο λείπει από τη δημόσια ζωή στη χώρα μας κι αν θα μπορούσε να υπάρξει ανταπόκριση και να εξελιχθεί καλόπιστα -και εδώ η εμπειρία μας οδηγεί να κρατάμε πολύ μικρό καλάθι- θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλά σε βελτιώσεις, αλλά σε μια ελάχιστη πολιτική συμφωνία με την ενεργό στήριξη ευρύτερων δυνάμεων, αλλά και της πλειοψηφίας του λαού, ενωμένης σε ένα κίνημα ανατροπής με αυτοπεποίθηση, που θα σάρωνε τα πάντα και όχι απλά να αποτελέσει ο ΣΥΡΙΖΑ παθητική αποδοχή έσχατης λύσης, με αμφίβολη κατάληξη. Για το λόγο αυτό, δεν θα ασχοληθούμε με τα άλλα κόμματα, που κι αυτά «παρέλασαν» από τη ΔΕΘ, αφού τίποτα δεν είχαν να μας πουν, παρά μόνο γενικόλογες διακηρύξεις και ισοπεδωτικούς αφορισμούς και θα επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην κατατεθειμένη προγραμματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτή πλέον είναι το «επίδικο».

Κατ’ αρχήν θεωρούμε, ότι η συλλήβδην καταγγελία των προτάσεων Τσίπρα, ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος, χωρίς εμβάθυνση και κατανόηση, για το τι σημαίνουν αυτές στον πυρήνα τους, τίποτα δεν προσφέρει. Από την άλλη, η καταγγελία, χωρίς να τίθεται μια ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση πάνω στην οποία θα μπορούσε από σήμερα να οικοδομηθεί μια πλατύτατη ανοιχτή συνεργασία στη βάση άμεσων προταγμάτων και αιτημάτων, που θα μπορούσαν εδώ και τώρα να ανακουφίσουν την πλειοψηφία του λαού, δουλεύει αποκλειστικά υπέρ της καταρρέουσας συγκυβέρνησης. Προσφέροντας έτσι, χείρα βοηθείας, ανεξαρτήτως προθέσεων και προφάσεων και καταγγέλλουμε απερίφραστα τέτοιες αφοριστικές στάσεις και πρακτικές.

1. Το αδιέξοδο.

Μακριά από εμάς, λοιπόν, η όποια ισοπεδωτική κριτική, χωρίς ουσιαστικό επιχείρημα, αλλά εδώ γεννάται το μέγα θέμα. Αφού, πέραν της εντυπωσιοθηρίας -συνηθισμένης, ως ένα βαθμό, για ένα κόμμα που βρίσκεται στα πρόθυρα να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης του τόπου- ο σοβαρά πλέον διεκδικητής της εξουσίας κ. Τσίπρας, με την εξαγγελία αυτής της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησε και ενίσχυσε, μάλιστα, το πνεύμα των «μειωμένων προσδοκιών» από αυτή τη νέα εξουσία, όπως του καταλογίζουν αρκετοί επικριτές του.

Εμείς δεν θα μείνουμε εκεί, αλλά όντως, τα μέτρα που εξήγγειλε, παρά τον φαινομενικό -και ως ένα βαθμό πραγματικό- φιλολαϊκό τους χαρακτήρα,  εξωραΐζουν επί της ουσίας το υφιστάμενο κατοχικό καθεστώς και απέχουν από το πνεύμα μιας μετρημένης πολιτικής, σταδιακής έστω, απεμπλοκής από αυτό. Σε κάθε περίπτωση οι εξαγγελίες δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποτιμά τις ανάγκες των καιρών, υποδαυλίζοντας την παθητικοποίηση και το χαμήλωμα, όσο το δυνατό, της  λαϊκής απαίτησης για ουσιαστικές αλλαγές. Και αυτό γιατί πέραν από τον επιτυχημένο επικοινωνιακό χαρακτήρα των εξαγγελιών, η πρόταση πολλά απέχει από το να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ριζικών αλλαγών, εφαρμογής ενός απολύτως συγκεκριμένου και επεξεργασμένου σε βάθος Σχεδίου.

Ήδη από την πρώτη ανάγνωση φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδέχεται τους όρους του «παιγνιδιού» όπως αυτό έχει στηθεί από το καθεστώς. Δεν φαίνεται να προχωρά στην εκπόνηση ενός πραγματικού ριζοσπαστικού προγράμματος. Με βάση τις γενικότερες τοποθετήσεις του, αλλά και τις συγκεκριμένες προτάσεις που κατέθεσε, φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει από έναν συναγωνισμό εντυπώσεων με τη συγκυβέρνηση, στηριγμένο στη «φιλάνθρωπη» και «ελεήμονα» διάθεση παροχής αντίδωρων των απανταχού «αρχόντων» στους υπηκόους τους, που ιστορικά αποδεικνύεται, ότι χορηγούνταν εξ ανάγκης και μόνο για να μην ξεσηκώνονται οι δεύτεροι. Αυτό όμως αποτελεί την πεμπτουσία μιας κατ’ εξοχήν πατερναλιστικής και αφ’ υψηλού αντίληψης για την εξουσία, που δεν αναγνωρίζει δικαιώματα, παρά μόνο «παροχές» ανακούφισης, συντηρώντας απλά τους φτωχούς μέσα σε ένα πλαίσιο εκμετάλλευσης, γενικότερης φτωχοποίησης και εξωγενούς καταναγκασμού, που δεν αμφισβητείται σε καμιά περίπτωση με τις εξαγγελίες Τσίπρα, αλλά και από την εν γένει πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Επειδή, στην κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα και ο λαός, ένα τέτοιο ζητούμενο πρόγραμμα, χωρίς τα πατερναλιστικά αυτά χαρακτηριστικά, που θα το υπονόμευαν στην καρδιά του, δεν μπορεί παρά να είναι στον αντίποδα ορισμένων από τις εξαγγελίες και να προχωρά πολύ πέραν των υπολοίπων. Ένα πρόγραμμα τέτοιο απαιτεί συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο και σαφή περιγραφή των ενδιάμεσων σταδίων για την υλοποίησή του, ανάλογα με το τι θεωρεί κανείς εφικτό, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει κάθε φορά και με εναλλακτικές στην περίπτωση που κάποια πρόβλεψη αποδειχθεί στη πράξη λανθασμένη, ή μη εφαρμόσιμη, λόγω π.χ. αλλαγής συνθηκών. Η απαίτηση λαϊκής εντολής για «ισχυρή διαπραγμάτευση» δεν αποτελεί πρόγραμμα διεξόδου, ούτε στόχο, αλλά βούληση για διεκδίκηση και τίποτε περισσότερο, αφού προφανώς, τα πάντα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης, όσο καλές προθέσεις και να διαθέτει αυτός που την επιδιώκει. Και αυτό δείχνει το αδιέξοδο και το κοντόφθαλμο συνάμα των πολιτικών στοχεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, που εγκλωβίζεται ολοένα και πιο πολύ στις καθεστωτικές λογικές.

2. Λείπει ο στρατηγικός στόχος και το όραμα.

Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο στόχος μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ποια θα είναι η Ελλάδα και προς τα πού θα βαδίζει υπό τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ;

Θα είναι μια χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική και θα κατακτά μέρα με την μέρα την ευημερία, με απολύτως κατοχυρωμένο το δικαίωμα του ελληνικού λαού στην αυτοδιάθεσή του, όπως σαφώς αναφέρεται και περιγράφεται αναλυτικά στο αντίστοιχο πρόγραμμα του Ε.ΠΑ.Μ., που καταθέσαμε πέρσι, αναπτύσσοντας και τις συγκεκριμένες δέσμες μέτρων, που θα θέσουν σε τροχιά κατάκτησης έναν τέτοιο εθνικό στόχο;

Κι αν μια τέτοια Ελλάδα έχει στο μυαλό του ο κ. Τσίπρας, αν μια τέτοια ελεύθερη και ευημερούσα χώρα είναι το όραμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ποια είναι η δική της εκδοχή γι’ αυτό, ποια τα ενδιάμεσα στάδια για την κατάκτησή του πέραν κάποιων μέτρων ανακούφισης των πλέον εξαθλιωμένων Ελλήνων, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο; Γιατί δεν αναφέρει τίποτα περί αυτών; Μετά την, έστω και με τον τρόπο που προτείνεται, ανακούφιση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων από τα τρία εκατομμύρια και περισσοτέρων Ελλήνων που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, αλλά και των άλλων τόσων, ίσως και πολύ περισσότερων που φυτοζωούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τι θα επακολουθήσει;

Ή μήπως, θα είναι μια Ελλάδα εξαρτώμενη πλήρως, ή έστω μερικώς -και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνεται αυτό αποδεκτό από τον ΣΥΡΙΖΑ-, από υπερεθνικούς θεσμούς, υποταγμένη στις βουλήσεις των ισχυρών της Ευρώπης, με μόνο δικαίωμα αυτό μιας ατέρμονης «διαπραγμάτευσης»;

Πόσο συμβατές είναι οι έννοιες της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης, με το -πέραν των μνημονίων- πλαίσιο δημοσιονομικού συμφώνου σταθερότητας που επιβλήθηκε στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε.; Αν δεν σημαίνει κατάθεση διαπιστευτηρίων υποταγής, τι σηματοδοτεί, αλήθεια, ο ορισμός της Ελλάδας ως «υπεύθυνης ευρωπαϊκής δύναμης», πέραν από τη μόχλευση του φαντασιακού χαχόλων οπαδών που δεν σκέπτονται;

Όσο οι στόχοι δεν ξεκαθαρίζονται, όσο οι ορισμοί παραμένουν θολοί, όσο τα ερωτηματικά δεν απαντώνται, τόσο δικαιούμαστε, αλλά και υποχρεωνόμαστε, να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί απέναντι στις εξαγγελίες Τσίπρα και τον καλούμε να διευκρινίσει με σαφήνεια και συγκεκριμένα, καταθέτοντας τις εκτιμήσεις μας απέναντί του.

3. Πρόκριμα ο διχαστικός λόγος.

Πριν μπούμε, όμως, στην ουσία των μέτρων οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται το ίδιο διχαστικός, όπως και τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Αν και για πρώτη φορά ο κ. Τσίπρας απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί σε κυβέρνηση της «αριστεράς» και αυτό είναι θετικό γεγονός γι’ εμάς, ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα της παράλειψης, φαίνεται καθαρά για τον ΣΥΡΙΖΑ ποια είναι η διαχωριστική γραμμή. Με βάση το όλο σκεπτικό όπως παρουσιάστηκε, η διαχωριστική γραμμή και η κυρίαρχη αντίθεση δεν είναι μεταξύ της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και των δυνάμεων, ντόπιων και ξένων που έχουν επιβάλλει, στηρίζουν και υπηρετούν το κατοχικό καθεστώς. Αλλά ανάμεσα στον ίδιο και τη δεξιά εκπροσωπούμενη από τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.  Ή αυτός τελικά, ή κανείς άλλος, δηλαδή το χάος. Βοηθάει έτσι στο διχασμό του λαού θέτοντας με την ίδια ευκολία, που το καθεστώς επιχειρεί, εκβιαστικά διλήμματα, έστω και αντίστροφα. Ή ο ΣΥΡΙΖΑ και η «σωτηρία», ή η συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής και ο ανδραποδισμός του λαού.

Από πότε όμως οι επιλογές ενός ολόκληρου λαού περιορίζονται σε δυο κόμματα, ή παρατάξεις, που η κάθε μια για τον εαυτό της διεκδικεί τον ρόλο του «σωτήρα»; Πότε λειτούργησε κάτι τέτοιο υπέρ του λαού για να λειτουργήσει και σήμερα; Είναι δυνατό να ξεχνάμε ότι με τέτοια διλλήματα σχεδόν σ' ολόκληρη τη μεταπολίτευση στήθηκε η δικομματική εναλλαγή, από τα κόμματα που σήμερα συγκυβερνούν, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία και την αποικιακή κατοχή;

Και εδώ γεννάται ένα επί πλέον ερώτημα: Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει τι; Τελειώσαμε και είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε το κεφάλι υφιστάμενοι τις συνέπειες της αποτυχίας και του «θριάμβου» του δωσιλογισμού; Ποια η προσπάθεια ανάπτυξης χειραφετημένου λαϊκού κινήματος που θα μπορέσει κατ’ αρχήν να εγγυηθεί την ίδια την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που παρουσιάζεται στη συγκυρία ως πλειοψηφούσα δύναμη, αλλά και τη συνέχεια, αν αυτός αποτύχει;

Και αυτό δεν είναι καθόλου θεωρητικό, έχει κριθεί και κρίνεται καθημερινά στην πράξη με ευθύνη κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το ΚΚΕ έτσι κι αλλιώς έχει επιλέξει από πιο παλιά τον αναχωρητισμό και την απομόνωση στην ιδεολογικοπολιτική του αυτάρκεια. Επειδή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που επέλεξε να εγκλωβίσει κάθε αντίδραση και αντίσταση του λαού στο γνωστό από παλιά δικομματικό παιγνίδι στη Βουλή, με νέους πρωταγωνιστές αυτή τη φορά, παραμένοντας και νομιμοποιώντας έτσι αυτό το, στα όρια της ελεγχόμενης ηθικής, αλλά και της απολύτου φαιδρότητας κοινοβούλιο, που μόνο ως πρωτοκολλητής της τρόικας λειτουργεί, νομιμοποιώντας τα αλλεπάλληλα κυβερνητικά πραξικοπήματα.

Όποιος όμως καλλιεργεί τον διχασμό θέλοντας να φτιάξει κομματικούς στρατούς για τη νομή και την κατοχή της εξουσίας και όχι να συσπειρώσει τον λαό για να λύσει προβλήματα, τέτοια εκβιαστικά διλήμματα χρησιμοποιεί και τέτοιες πολιτικές υποβάθμισης του λαϊκού παράγοντα προωθεί.

Εμείς εργαζόμαστε για την ενότητα ολόκληρου του ελληνικού λαού, που πλήττεται βάναυσα από το κατοχικό καθεστώς και τις πολιτικές του και έχοντας δώσει απτά δείγματα γραφής, αγωνιζόμαστε για την οργάνωσή του σε ένα πλατύ μέτωπο αντίστασης και ανατροπής αυτού του καθεστώτος.

4. Η αντίληψη περί Εθνικής Ανεξαρτησίας και η αμφισβήτησή της στην πράξη.

Η επόμενη παρατήρηση αφορά στην απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην Εθνική μας Ανεξαρτησία, η οποία έχει πληγεί βαθύτατα, αν δεν έχει καταργηθεί πλήρως, από τις εθελόδουλες κυβερνήσεις και αμφισβητείται άμεσα και απροκάλυπτα από τους επικυρίαρχους «εταίρους» και ταυτόχρονα δανειστές μας.

Ολόκληρη η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σαν να ζούμε σε συνθήκες, σχετικής τουλάχιστον, ομαλότητας, με μόνη την ανάγκη απομάκρυνσης της «κακής» συγκυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, που δεν ξέρει, ή δεν θέλει, από κάποιο ενδεχόμενο βίτσιο προφανώς, να διαπραγματευτεί και που ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς πλέγματα και εξαρτήσεις, γνωρίζει και θέλει. Το γεγονός, ότι βρισκόμαστε υπό καθεστώς αποικιοκρατικής επιτροπείας, όπου καμιά απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της τρόικας και των υπολοίπων τοποτηρητών τύπου Φούχτελ και Ράιχενμπαχ, φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να το αγνοεί, ή να μην το αξιολογεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά.

Οι συγκεκριμένοι γκαουλάιτερ και τα επιτελεία τους θα απομακρυνθούν ως ανεπιθύμητοι από τη χώρα με την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ; Δεν ακούσαμε κάτι. Γιατί; Εκτός κι αν το θεωρεί αυτονόητο και τότε συμφωνούμε, αλλά γιατί δεν μας το λέει, για να μη βάζουμε κι εμείς «πονηρές» σκέψεις στο μυαλό μας; Δεν το λέει για να μην προκαλέσει αντιδράσεις; Από ποιους άραγε; Από τον Άδωνη; Ποιος σοβαρός μπορεί να αντιδράσει σε μια κίνηση στοιχειώδους αποκατάστασης της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού; Ή μήπως η αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού είναι κι αυτή θέμα διαπραγμάτευσης;

Ίσως, όμως, γιατί στο φαντασιακό του ΣΥΡΙΖΑ η έννοια της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας, είναι μια ξεπερασμένη υπόθεση και απασχολεί μόνον κάποιους ιδεοληπτικούς «εθνικιστές».

Το πράγμα όμως γίνεται ακόμα πιο σοβαρό και αποκτά επικινδυνότητα, όταν ο κ. Τσίπρας αναφερόμενος στη Βόρεια Ελλάδα αναφέρει: «…σε ένα περιβάλλον διεθνούς αναστάτωσης, αβεβαιότητας και ρευστότητας, έχουμε ανάγκη η Θεσσαλονίκη, η Βόρειος Ελλάδα να γίνει το επίκεντρο ενός νέου περιφερειακού πόλου συνανάπτυξης και σταθερότητας, μακριά από τις παρωχημένες εθνικιστικές ιδεοληπτικές συμπεριφορές που τόσο πολύ ταλαιπώρησαν τα Βαλκάνια στο πρόσφατο παρελθόν. Σ’ ένα τέτοιο διεθνή περίγυρο, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συμπεριφέρεται ως υπεύθυνη ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά με ρόλο αξιόπιστου συνομιλητή διεθνώς….». Εδώ, ενώ αναγνωρίζει, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απολύτως ρευστό περιβάλλον με κυρίαρχη την αβεβαιότητα, που εγκυμονεί κινδύνους ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα, με τη Θράκη έρμαιο των τουρκικών επιδιώξεων και τη Μακεδονία στο μάτι του σκοπιανού αλυτρωτισμού, με αμφίσημη τουλάχιστον τη στάση των «εταίρων» και «συμμάχων» μας, δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτά.

Αντίθετα και ενώ σε μια περίοδο όπου επίσημα οι δανειστές και οι κυβερνώντες εφαρμόζουν σχέδια διάσπασης της εθνικής επικράτειας και κατακερματισμού του ενιαίου και αδιαίρετου χαρακτήρα της, σε περιφέρειες και ειδικές οικονομικές ζώνες με αμφισβητούμενη την εθνική κυριαρχία, προς χάριν ενός απίθανου κερδοσκοπικού τζόγου και διακριτών δια γυμνού οφθαλμού γεωπολιτικών επιδιώξεων, ο κ. Τσίπρας φαίνεται να υιοθετεί πλήρως αυτή τη λογική θέλοντας τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα να γίνει «επίκεντρο ενός νέου περιφερειακού πόλου συνανάπτυξης».

Αγνοεί, ή παραλείπει σκόπιμα, να αναφερθεί στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που ήταν αυτά που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν τα Βαλκάνια χρησιμοποιώντας τους εθνικισμούς, τις κάθε είδους επεκτατικές βλέψεις και τους αλυτρωτισμούς, για την προώθηση των δικών τους αποικιοκρατικών συμφερόντων (π.χ. Κόσσοβο, Σκόπια κτλ.). Μιλά για πόλους και περιφέρειες, παραβλέποντας το ενιαίο της ελληνικής επικράτειας και τους κινδύνους που δημιουργούνται με την αποδοχή τέτοιων αντιλήψεων περί διακρατικών, ή διεδαφικών περιφερειών, που μόνο τα ιμπεριαλιστικά κέντρα εξυπηρετούν σε βάρος της κυριαρχίας των εθνικών κρατών. Φροντίζει μάλιστα από πριν, να ενοχοποιήσει τις όποιες αντιδράσεις σε μια τέτοια προοπτική αποκοπής από τον εθνικό κορμό, ή έστω μειωμένης κυριαρχίας, όλης, ή τμήματος της Β. Ελλάδας, ως «εθνικιστικές».

Επισημαίνουμε, ότι η συνεργασία διεθνώς, άρα και στα Βαλκάνια, δεν γίνεται διαμέσου περιφερειών, αλλά ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη και λαούς. Αν φυσικά μιλάμε για συνεργασία ειρήνης και αμοιβαίου οφέλους. Αν φυσικά επιδιώκουμε μια ανεξάρτητη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και δεν γινόμαστε οι πρόθυμοι ηλίθιοι στην εμπροσθοφυλακή των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, όπως αυτά σήμερα εκφράζονται από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ουκρανία και με λογική επέκταση της γεωπολιτικής σύγκρουσης στα Βαλκάνια. Δυστυχώς ο κ. Τσίπρας δεν φαίνεται να κατανοεί τι συμβαίνει, προτείνοντας «περιφερειακή συνανάπτυξη», ταυτίζοντας τη λογική, αν όχι και το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο που κατοχυρώνει το ενιαίο, την εδαφική ακεραιότητα και το αυτεξούσιο των χωρών, με τον «εθνικισμό».

Καταργώντας όμως το αυτεξούσιο της χώρας με την αναγωγή της σε «υπεύθυνη ευρωπαϊκή δύναμη», με «ρόλο αξιόπιστου συνομιλητή διεθνώς» που ως τέτοια ενδεχομένως μπορεί, ή πρέπει να αποδέχεται τη ρευστοποίηση ολόκληρων τμημάτων της στο όνομα της περιφερειακής «συνανάπτυξης», δεν αμφισβητεί άμεσα το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού και το ενιαίο της ελληνικής επικράτειας; Ποια τελικά, η διαφορά μεταξύ περιφερειακού πόλου «συνανάπτυξης» από τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες του εθελόδουλου Σαμαρά;

Τι άραγε να σημαίνει αξιόπιστος συνομιλητής διεθνώς; Και πως ο ρόλος αυτός καταχτιέται; Με αποδοχή των τετελεσμένων στη Κύπρο και τη συνηγορία στο κατάπτυστο νέο σχέδιο «Ανάν»; Με αποδοχή των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο; Με διευκόλυνση του τουρκικού επεκτατισμού στη Δ. Θράκη; Με αγνόηση του αλυτρωτισμού των σκοπιανών; Ή με όλα αυτά μαζί, στο όνομα μιας θολής «συνανάπτυξης», αρχικά στη Βόρειο Ελλάδα, γιατί όχι και στο Αιγαίο αύριο κ.ο.κ., αφού έτσι εξυπηρετούνται τα σχέδια των αποικιοκρατών της Δύσης, που τυχαίνει να είναι ταυτόχρονα σύμμαχοι, εταίροι και δανειστές μας και εν τέλει πολιτικοί καθοδηγητές και πάτρωνές μας, ορίζοντας αυτοί και μόνον, τόσο τα εσωτερικά μας ζητήματα, αλλά και την εξωτερική μας πολιτική; Με βάση ποια «διεθνιστική» αντίληψη μπορούμε να αποδεχτούμε τέτοιες ανιστόρητες και πατριδοκτόνες λογικές, στο όνομα μιας «υπεύθυνης» ευρωπαϊκής στάσης; Για να μην χαρακτηριστούμε «εθνικιστές»;

Δεν μας ενδιαφέρουν και δεν μας αφορούν οι χαρακτηρισμοί και απλά θα θυμίσουμε αυτούς που έχουν κοντή μνήμη και ποτέ δεν μαθαίνουν από την ιστορία, ότι όποτε η Ελλάδα έπαιξε αυτόν τον ρόλο, δηλαδή της «υπεύθυνης ευρωπαϊκής δύναμης», οδηγήθηκε σε εθνικές τραγωδίες και καταστροφές. Γι’ αυτό και το Ε.ΠΑ.Μ. θα αντισταθεί με κάθε μέσο και τρόπο να μην περάσουν τέτοιες απαράδεκτες λογικές, που μόνο σε εθνικές περιπέτειες μπορούν να οδηγήσουν.

Ο αγώνας μας είναι εθνικοαπελευθερωτικός και θα συνεχίσει να είναι, μέχρι την τελική δικαίωση και την, με ακέραιη την Πατρίδα, αποκατάσταση της Εθνικής μας κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα!

5. Πολιτική αναγνώρισης και ανάκτησης δικαιωμάτων, ή μέτρα κρατικής «ελεημοσύνης»;

Ας δούμε όμως περιληπτικά το σύνολο των μέτρων που εξαγγέλθηκαν για την ανακούφιση των πληττομένων στρωμάτων του πληθυσμού και αποτελούν μαζί με την διαπραγμάτευση για το χρέος την πεμπτουσία της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ.

Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η «ανθρωπιστική κρίση», όπως χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, τις επιπτώσεις των βάρβαρων μνημονιακών πολιτικών στον λαό, -ωσάν αυτές οι επιπτώσεις να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής καταστροφής και όχι απόρροια του καθεστώτος κατοχής που επιβλήθηκε στη χώρα και των πολιτικών που υλοποιεί-, δεν προτάσσει την ανατροπή αυτών των πολιτικών, αλλά προτείνει μέτρα, που είναι έτσι κι αλλιώς ανεπαρκή, αφού δεν απέχουν πολύ από τον να εμπλέξουν τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σε έναν «ανταγωνισμό» με τις ΜΚΟ, την εκκλησία, ακόμα και την ΧΑ, ή την συγκυβέρνηση, σε ένα πλειστηριασμό «ελεημοσύνης» και «φιλανθρωπίας», στο όνομα μιας θολής εν πολλοίς αλληλεγγύης. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνουν τα κουπόνια συσσιτίου;

Τα μέτρα αυτά θα έλθουν, σε πολλές περιπτώσεις, να σκεπάσουν τα προβλήματα και όχι να τα επιλύσουν, όπως π.χ. το δωρεάν ρεύμα στα φτωχά νοικοκυριά, τα κουπόνια σίτισης που αναφερθήκαμε, ή οι δωρεάν κάρτες για τις αστικές συγκοινωνίες.

Αλήθεια, από πότε τα συσσίτια αποτελούν προοδευτική, φιλολαϊκή απάντηση στην εξαθλίωση; Από πότε το να ποδοπατάς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το να μετατρέπεις τους πιο αναξιοπαθούντες σε υποχείρια κυκλωμάτων φιλανθρωπίας και του κράτους στέλνοντάς τους στις ουρές των συσσιτίων, συνιστά ότι καλύτερο μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση που υποτίθεται ότι θέλει να αντιστρέψει τη σημερινή κατάσταση υπέρ του λαού;

Από πότε μια υπεύθυνη πολιτική ανασυγκρότησης έχει ως κεντρικό της πυρήνα τη «φιλανθρωπία», ή την ελεημοσύνη και όχι την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων με το ξεπέρασμα και την οριστική κατάργηση των αιτιών που τα προκαλούν;

Κι αν τα μέτρα αυτά είναι απολύτως προσωρινά με μοναδικό σκοπό την ανακούφιση, δεκτό κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες έκτακτης ανάγκης, αλλά όχι κι έτσι και από την άλλη, ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα που θα ξεδιπλωθεί το πραγματικό πρόγραμμα επίλυσης των προβλημάτων και ποιο άραγε είναι αυτό το πρόγραμμα; Μέσα σε πιο πλαίσιο δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για παραγωγικές επενδύσεις, και όχι αεριτζίδικων τοποθετήσεων κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θα συμβεί η πολυπόθητη και πολύπαθη συνάμα ανάκαμψη της οικονομίας σε στέρεη βάση και η παραγωγική ανασυγκρότηση της;

Η δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας πως θα επιτευχθεί, όταν χρειάζεται μια τεράστια κινητοποίηση δυνάμεων και απαιτούνται εξωφρενικοί ρυθμοί ανάπτυξης; Αρκούν κάποια ψίχουλα από το ΕΣΠΑ και επιδοτήσεις ιδιωτών για δύο χρόνια; Και σε τι διαφέρει αυτή η προσέγγιση από ανάλογες υποσχέσεις που είχαμε στα διάφορα «Ζάππεια» του Σαμαρά;

Σε ποια κατεστραμμένη εσωτερική αγορά που τη λυμαίνονται μερικές δεκάδες μονοπώλια, ή πολυεθνικές, θα μπορούσαν να υπάρξουν τεράστιου μεγέθους παραγωγικές επενδύσεις ανάκτησής της μέσα στο υπάρχον ευρωζωνικό πλαίσιο, για να υπάρξουν πραγματικές θέσεις εργασίας και ουσιαστικό χτύπημα της ανεργίας;

Σε τι βάθος χρόνου μπορούν να γίνουν όλα αυτά, χωρίς να αλλάξει ολόκληρο το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται παγιδευμένη και έρμαιο ενός εξοντωτικού καταναγκασμού συνολικά η οικονομία; Ποια τα εργαλεία χρηματοδότησης της τιτάνιας προσπάθειας που απαιτείται; Αρκούν κάποιες επιδοτήσεις, τα ΕΣΠΑ που ήδη αναφέραμε και τα διάφορα άλλα που ακούγονται; Ή μήπως απαιτείται ριζική αλλαγή αυτού του περιβάλλοντος και αποτίναξης του καταναγκασμού; Και σε ποια κατεύθυνση; Γιατί τι άλλο μας προτείνει ο κ. Τσίπρας πέραν των νέων δανείων που θα διεκδικήσει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, για να παραμένει έτσι η χώρα εσαεί χειροπόδαρα δεμένη στο καθεστώς χρεοκρατίας που της έχει επιβληθεί;

Αλλά, αυτός ο αριθμός 300.000 χιλιάδες φαίνεται να είναι «μαγικός» και να στοιχειώνει το πολιτικό σύστημα εδώ και χρόνια. 300.000 νέες θέσεις εργασίες υπόσχονταν ο Παπανδρέου, πριν τις εκλογές του 2009. Τον ίδιο αριθμό υπόσχεται ο κ. Τσίπρας σήμερα, καθώς και 300.000 δωρεάν ρευματοδοτήσεις, 300.000 κουπόνια σίτισης κ.ο.κ. Αν τυχόν και περισσεύεις και είσαι το νούμερο 300.001 «καίγεσαι»! Φαίνεται κάτι ήξερε ο Σαμαράς που εξήγγειλε 700.000 θέσεις απασχόλησης, σε αυτόν τον απίθανο ανταγωνισμό παροχολογίας…..

Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται στα μέτρα αυτά καθ’ αυτά, αλλά στη μη-λογική που τα συνέχει, στην προχειρότητα της επεξεργασίας που έτυχαν, καθώς και στο πλαίσιο που αυτά εντάσσονται. Γιατί αν η πολιτική, κατά πολλούς, είναι η τέχνη του εφικτού, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που εξαγγέλλει τα μέτρα, προσπαθεί να μας πείσει για το ανέφικτο της ίδιας της πολιτικής, αφού τα πάντα οφείλουμε μοιρολατρικά να αποδεχόμαστε, με μόνη δυνατότητα κάποιες ανεπαίσθητες και πάντα επιφανειακές  παραλλαγές στα προτεινόμενα και αυτό μάλιστα να ονομάζεται ρήξη, ανατροπή, αλλαγή πορείας, διέξοδος  από την κρίση και όλα τα συμπαρομαρτούντα ηχηρά χωρίς περιεχόμενο.

Γι’ αυτό αντιμετωπίζει -και αυτή είναι η ουσία-  τα θέματα «πατερναλιστικά» με κάποια δόση πελατειακής αντίληψης και υποτιθέμενης αλληλέγγυας διάθεσης και όχι ως αποκατάσταση τρωθέντων δικαιωμάτων, τα οποία και σε καμιά περίπτωση τα εξαγγελθέντα μέτρα δεν έρχονται να αποκαταστήσουν και να κατοχυρώσουν, ή τουλάχιστον να δρομολογήσουν σε βάθος εύλογου χρόνου την αποκατάστασή τους. Κι αν οι προθέσεις είναι να αποκατασταθούν τα τρωθέντα δικαιώματα, σταδιακά σε όποιο βάθος χρόνου κρίνει αναγκαίο, γιατί δεν μας το λέει ευθαρσώς; Μόνο ο κατώτατος μισθός αποτελεί δικαίωμα και αυτός υπό αίρεση; Όλα τα άλλα;

Φαίνεται, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά το «ενός κακού μύρια έπονται», αδυνατώντας να επεξεργαστεί ένα εντελώς νέο παραγωγικό μοντέλο, απαλλαγμένο από τα βάρη και της μέχρι τώρα δουλείες, όλο και πιο πολύ απομακρύνεται από την ιδέα των συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων και την αντίστοιχη οριστική κατοχύρωσή τους και τα αναγάγει στη σφαίρα της παροχής, αν όχι αυτής καθ’ αυτής της ελεημοσύνης. Μιας παροχής αφ’ υψηλού, που χωρίς να αποκλείει φαινόμενα πελατειασμού, που στην ουσία υποθάλπει, χορηγείται επιλεκτικά, ανάλογα με τη βούληση του κάθε φορά ασκούντος την εξουσία και με τα κριτήρια που αυτός αποφασίζει.

Αυτό όμως δεν αποτελεί τη βάση της κορπορατικής εκδοχής για το κράτος και την εξουσία και τι σχέση μπορεί να έχει με τη δημοκρατία ένα κόμμα που αυτοχαρακτηρίζεται ως «αριστερό» και δημοκρατικό, όταν διολισθαίνει σε τέτοιες οιονεί φασίζουσες αντιλήψεις;

Μίλησε ο κ. Τσίπρας για νέα «Σεισάχθεια» και το μόνο που μας είπε είναι ρυθμίσεις αποπληρωμής με ευνοϊκότερους όρους και σε 84 δόσεις (γιατί όχι άραγε σε 48, ή 100;). Είναι αυτό αλήθεια «Σεισάχθεια»;
Πως λοιπόν να μην αντιδράσουμε και να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα την στρέβλωση λέξεων και εννοιών, όταν η εξαγγελία (κοστολογημένη) αναφέρεται σε μόλις 2 δις ευρώ ελάφρυνση από ένα συσσωρευμένο χρέος, προς το κράτος, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων που ξεπερνάει ήδη τα 35 δις;

Πώς να μην τον κατηγορήσουμε για εντυπωσιοθηρία, αφού λέξη δεν μας είπε για οριστική διαγραφή των χρεών των νοικοκυριών, ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που προέκυψαν από την ληστρική και βάρβαρη υπερφορολόγηση, παρά μόνο κάτι ακούστηκε για τους εντελώς κατεστραμμένους από αυτές τις πολιτικές; Αλλά, αναγνωρίζοντας τις επιπτώσεις από τις μνημονιακές πολιτικές και με την προσδοκία ύπαρξη εσόδων έστω και με διάφορου τύπου ρυθμίσεις και εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, δεν κατανοεί ότι αυτό ακριβώς αποτελεί, επί της ουσίας, αναγνώριση και αποδοχή αυτών των ίδιων των μνημονιακών πολιτικών;

Η μόνη λύση, κατά τη γνώμη μας, είναι η άμεση διαγραφή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων, που προήλθαν από τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές, αφού μάλιστα αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι καμιά δημοσιονομική επιβάρυνση δεν δημιουργείται με αυτή τη διαγραφή. Το γεγονός, ότι η κατοχική συγκυβέρνηση δεν προχωρά σε μια τέτοια ρύθμιση, οφείλεται προφανώς επειδή βρίσκεται έξω από τη λογική της, αλλά πολύ περισσότερο για να κρατά όλους σε ομηρεία και να γίνει ευκολότερη η εκποίηση ιδιωτικών περιουσιών που επίκειται, αν τους αφήσουμε βεβαίως. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως οφείλει να επιλέξει κι εδώ τη ριζική λύση στο πρόβλημα και όχι με μεσοβέζικα μέτρα να συμβάλει στη διαιώνισή του.

Υποσχέθηκε κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αλλά καθόλου δεν ασχολήθηκε με το τι θα γίνει μέχρι τότε και με το χρέος που θα επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά που δεν έχουν να πληρώσουν, ή πως θα αποζημιωθούν αυτοί που θα πληρώσουν από το υστέρημά τους, ένα κατ’ εξοχήν παράνομο και καταχρηστικό φόρο. Το ίδιο θολή η εικόνα και για τα χρέη προς τις τράπεζες, όπου σε καμιά περίπτωση δεν θίγεται στον πυρήνα του, το ήδη δρομολογημένο πλαίσιο.

Για τον ΕΝΦΙΑ, μια μόνο δήλωση, όπως έκανε ήδη το Ε.ΠΑ.Μ., ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει το ληστρικό φόρο και καλεί τους πολίτες να μην τον πληρώσουν, αρκούσε. Θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων από τους μνημονιακούς; Βεβαίως, αλλά χωρίς να σπάσεις αυγά δεν γίνεται ομελέτα!

Εμείς καλούμε τους πολίτες να μην τον πληρώσουν, άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει τουλάχιστον σε επίπεδο βάσης;

Ούτε καν διανοήθηκε να ασχοληθεί με την καταστροφή των μικροομολογιούχων, των ασφαλιστικών ταμείων και των άλλων ιδρυμάτων από το, εξωφρενικό στη σύλληψή του, PSI.  Στην ίδια λογική παροχής και όχι κατοχύρωσης του δικαιώματος, εξήγγειλε αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και του δώρου των Χριστουγέννων μέχρι τα 700 ευρώ, χωρίς να πει λέξη για τα υπόλοιπα, αποδεχόμενος έτσι στην πράξη μέρος τουλάχιστον των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθήθηκαν από το 2010 και μετά και την συντριβή κάθε ατομικού και συλλογικού δικαιώματος. Όμως, θυμίζουμε, για πάνω από έναν αιώνα το κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων των εργαζομένων και των απομάχων της εργασίας συνταξιούχων ήταν 14 μισθοί, ή συντάξεις. Γι’ αυτό το αφαιρεμένο από το κατοχικό καθεστώς δικαίωμα λέξη δυστυχώς δεν ακούστηκε, πέραν της, υπό τύπον «ελεημοσύνης» και καθαρά ως προεκλογική παροχή, αποκατάστασης ενός μικρού μέρους του, στους απόλυτα εξαθλιωμένους χαμηλοσυνταξιούχους των κάτω των 700 ευρώ.

Αλλά και πως θα εφαρμόσει στην πράξη τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ, σε μια αγορά που μαστίζεται από πλέον του 30% πραγματική ανεργία, μια κατάσταση απελπισίας, που απαιτεί μια χωρίς προηγούμενο δέσμη μέτρων έκτακτης ανάγκης και ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τη σιγή «ιχθύος»; Δεν θα ήταν καθόλου κακό για τους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ να ρίξουν μια ματιά στο πρόγραμμα του Ε.ΠΑ.Μ., μολονότι όντως αυτό είναι εντελώς διαφορετικής λογικής και φιλοσοφίας. Γιατί τότε θα κατανοούσαν, τρέμοντας, ότι η πολιτική είναι σοβαρότερη υπόθεση και έχει περισσότερα ρίσκα, απ’ ό,τι πιστεύουν, και η οικονομία το ίδιο, και απαιτούνται γνώσεις, σταθερός προσανατολισμός και ρηξικέλευθες αποφάσεις. Δεν αρκούν οι επαφές με τους κάθε λογής εκπροσώπους των επικυρίαρχων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αυτοί έχουν κάθε λόγο να τους ακούν με «κατανόηση», όταν αντιλαμβάνονται ότι στερεύουν οι δικές τους εναλλακτικές και ψάχνουν για νέα «ψάρια» με καινούργια δολώματα. Ούτε αρκεί η προχειρότητα με μόνο σκοπό το κλείσιμο του ματιού στους «πονεμένους». Ούτε επίσης φτάνει η όπως-όπως παρουσίαση μιας τόσο αμφίσημης πρότασης, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καλλιεργεί προσδοκίες και φρούδες ελπίδες, ικανές μεν, ίσως, να δώσουν την πρωτιά και το «χρίσμα» της διακυβέρνησης, αφού οι άλλοι παρασάπισαν, χωρίς όμως να λύνουν τα προβλήματα, αλλά αυτά να μεγεθύνονται πολλαπλασιαζόμενα. Αλλά, απαιτείται απόφαση για λύση, μελέτη σε βάθος, με ξεκάθαρους τους στόχους, που πρέπει να επιτευχθούν προς όφελος του λαού και του τόπου και ενδεχομένως -και γι’ εμάς απολύτως σίγουρα- αμφισβήτηση και απομάκρυνση από τα θέσφατα, τους μονοδρόμους και την απαλλαγή από τις ευρωλάγνες ονειρώξεις του οποιουδήποτε αρνείται να κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει γύρω του.

Ο κ. Τσίπρας μας λέει ότι αντιστρατεύεται τις νεοφιλελεύθερες λογικές των επιτελείων της ευρωζώνης, όμως, όπως προτείνει -και όχι γιατί το λέμε εμείς-, η χρηματοδότηση του προγράμματος του, θα γίνει πουλώντας κρατικά ομόλογα στην ΕΚΤ και αποσπώντας δάνεια για επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Με άλλα λόγια εναποθέτει τις ελπίδες του σε νέο δανεισμό και μάλιστα από τους κεντρικούς τραπεζίτες της ευρωζώνης που έκαναν τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να επιβάλουν καθεστώς αποικιακής κηδεμονίας στην Ελλάδα.

6. Ξεπουλήματος συνέχεια….

Βέβαια, για τα ασφαλιστικά ταμεία, ο κ. Τσίπρας ανέφερε την πρόθεση παραχώρησης μέρους της δημόσιας περιουσίας, που έχει μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ και αυτό σίγουρα αποτελεί μια μορφή αποζημίωσης για τα κλαπέντα αποθεματικά, αλλά με τη σειρά τους τα ταμεία τι θα κάνουν αυτή την περιουσία; Δεν θα είναι αναγκασμένα να την ξεπουλήσουν όσο-όσο, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους; Συνεπώς, με τέτοιες εμβαλωματικές λύσεις το ξεπούλημα θα συνεχιστεί, έστω και με διαφορετική μορφή και αιτιολογία.

Από την άλλη, ό,τι έχει εκποιηθεί μέχρι σήμερα, από δημόσιους οργανισμούς, ή ακίνητη περιουσία, παραπέμφθηκε στην κατά περίπτωση εξέταση από το Κοινοβούλιο, για το ποιες από τις περιπτώσεις αυτές ήταν επωφελείς για το Δημόσιο, με ανατροπή, υποτίθεται, αυτών που θα κριθούν μη επωφελείς. Αν αυτό δεν αποτελεί παραπομπή και μάλιστα ευθεία στις «ελληνικές καλένδες», τότε περί τίνος πραγματικά πρόκειται; Γιατί δεν δηλώνει καθαρά και από τώρα, ότι δεν αναγνωρίζει καμιά συναλλαγή του κατοχικού καθεστώτος με τον οποιονδήποτε που αφορά σε δημόσια περιουσία, η οποία και θα κατασχεθεί άμεσα υπέρ του Δημοσίου χωρίς αποζημίωση; Θα κρώξουν τα απανταχού κοράκια, ότι χαλάει το «επενδυτικό» κλίμα; Θα στενοχωρηθεί ο ΣΕΒ, οι εφοπλιστές και η Μέρκελ; Και λοιπόν; Ή έχεις το θάρρος να πεις την αλήθεια για τη ληστεία που γίνεται και αποφασίζεις να την σταματήσεις μια κι έξω, ή κάτσε στην άκρη γιατί γίνεσαι επικίνδυνος και οιονεί συνεργός!

Αναγνωρίζει άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ νόμιμες και επωφελείς για το Δημόσιο τέτοιες πράξεις, που έγιναν πολλές; Η στάση του όμως, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες, ότι απλά θα προσπαθήσει να τις «ξεπλύνει» κοινοβουλευτικά και τίποτε περισσότερο. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για κάθε λωποδύτη που έβαλε χέρι στη δημόσια περιουσία, για κάθε μιζαδόρο του ΤΑΙΠΕΔ, ή της κυβέρνησης, που τα βρήκε μαζί του, να κριθούν οι πράξεις τους επωφελείς και νόμιμες από ένα «φρέσκο» και «αριστερόστροφο» μάλιστα κοινοβούλιο…..

Κι αν το ξεπούλημα κριθεί «επωφελές», έστω εν μέρει κι έμμεσα δια της κοινοβουλευτικής σφραγίδας, γιατί να μη συνεχιστεί; Εξ άλλου υπάρχει ακόμα πολύ και εκλεκτό «πράγμα» για πώληση, έτσι θα το αφήσουν οι εταίροι και οι πιστωτές μας και οι «γύπες», εγχώριοι και ξένοι, που στοιχίζονται από πίσω, τώρα που τους έχει ανοίξει η όρεξη; Κι ας τον Τσίπρα να «διαπραγματεύεται» όσο τραβάει η ψυχή του, η δουλειά να γίνεται….!

Τα προαναφερόμενα είναι μόνο μερικά από αυτά που λείπουν από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιμετωπίζονται, ή που αντιμετωπίζονται πλημμελώς, στρεβλά, στο μινιμάλ και με πατερναλιστική λογική, που ήδη αναφερθήκαμε και οι περισσότεροι μένοντας στις εντυπώσεις τα ξεχνούν και δεν ασχολούνται.

7. Αποκατάσταση της Δικαιοσύνης και θεσμική ανατροπή, ή εξωραϊσμός για να μη θιγούν τα «κακώς κείμενα»; 

Από την άλλη, εγκλωβίζοντας ο ΣΥΡΙΖΑ τις πολιτικές του στο πλαίσιο της μιντιακής επικυριαρχίας και του αντίστοιχου σαθρού κοινοβουλευτικού εποικοδομήματος, καθόλου δεν ασχολήθηκε στη πρότασή του, πέραν γενικών διακηρύξεων, με την αποκατάσταση των βαριά τραυματισμένων θεσμών και πρώτα και κύρια της ίδιας της Δικαιοσύνης. Αρνείται να συνειδητοποιήσει, ότι χωρίς την αποκατάσταση του κοινού «περί δικαίου αισθήματος» και την παραδειγματική τιμωρία όλων των ενόχων εθνικής μειοδοσίας και των συνεργατών τους που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάντια και την καταστροφή, δεν είναι δυνατό να υπάρξει η οποιαδήποτε προοπτική. Και αυτό δεν γίνεται με εξεταστικές επιτροπές στη Βουλή.

Επίσης, ουδόλως αναφέρθηκε στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τους εταίρους μας, λόγω των δεινών και των καταστροφών που έχει υποστεί η χώρα και ο ελληνικός λαός, από τις πολιτικές που επιβλήθηκαν με τα πάσης φύσεως μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, με βάση το ψήφισμα της 14ης Μαρτίου 2014 του ίδιου του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, αλλά και ενός συνόλου διεθνών συνθηκών και δικαιικών αποφάσεων. Ένα κατ’ εξοχήν κομβικό ζήτημα, που ήδη το Ε.ΠΑ.Μ. ανέδειξε με την πρωτοβουλία που πήρε με την επίδοση της γνωστής διακοίνωσης σε όλους τους πρέσβεις των ευρωπαϊκών χωρών τον περασμένο Μάρτιο. Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, δεν το εξετάζουμε, υποτίθεται -και το θεωρούμε αυτονόητο- ότι βρίσκεται σε εκκρεμότητα και παραμένει η βούληση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων για τη συστηματική διεκδίκησή τους, μολονότι δεν αναφέρθηκε καθόλου.

Ουδεμία αναφορά υπήρξε επίσης, στην ανάγκη θεσμικής ανατροπής και της σύνταξης νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας (νέο Σύνταγμα). Μερεμετίσματα μέσω αναθεώρησης με διευκόλυνση των δημοψηφισμάτων και την κατάργηση του κατάπτυστου άρθρου 86 του υφιστάμενου Συντάγματος, δεν αποτελούν προοδευτική πρόταση ικανή να αγκαλιαστεί από την κοινωνία των πολιτών.

Πέραν των γενικών και αορίστων διακηρύξεων και ευχών ουδεμία αναφορά υπάρχει στις προγραμματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και κανένα συγκεκριμένο μέτρο δεν προτείνεται, για το θεσμικό ρόλο του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών, που αποτελούν δυνάστη για τον πολίτη και εργαλείο διαφθοράς για τις παρασιτικές τάξεις του ελληνικού κοτζαμπασίδικου καπιταλισμού. Πως όλο αυτό το εκτρωματικό οικοδόμημα αλλάζει, με τι ρυθμούς και σε τι βάθος χρόνου; Μοχλός της ανάπτυξης το κράτος, εμείς κι αν συμφωνούμε, που μιλάμε ανοικτά για εθνικοποιήσεις, αλλά ποιο κράτος; Το «μεταρρυθμισμένο» καχεκτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη του σήμερα, ή το «αμεταρρύθμιστο» υδροκέφαλο του χθες; Το ίδιο μαφιόζικο και καταπιεστικό ως προς τον πολίτη όμως και χθες και σήμερα, στην υπηρεσία των κομματαρχών και των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Ένα λεπτομερέστατο σχέδιο ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του κράτους και των υπηρεσιών του, απαιτείται άμεσα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεσμικής  μεταβολής, και τέτοια προοπτική δεν διακρίναμε στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο μια θολή υπόσχεση επιστροφής στο παρελθόν….

Και κάτι τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό: Με τις αυθαιρεσίες των, υποτίθεται, «ανεξάρτητων» αρχών, τι προβλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει; Θα εξακολουθήσουν ανεξέλεγκτες, ή θα καταργηθούν και θα αντικατασταθούν με πραγματικούς δημοκρατικούς θεσμούς κοινωνικού ελέγχου;

8. Το σχέδιο που έχει ανάγκη η πατρίδα και που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά να ξεχάσουμε.

Το ίδιο όμως ανεπαρκή και έωλα είναι όλα τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αλλαγής πορείας προς μια πραγματική κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας. Μια τέτοια διαφορετική πορεία, με αυτές τις εξαγγελίες και εφ’ όσον οι συγκυρίες ευνοήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, ή να συγκυβερνήσει, οφείλουμε να ξεχάσουμε.

Επειδή όλα αυτά που υπόσχονται, αν και σε καμιά περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι επικοινωνιακά είναι σε λάθος κατεύθυνση, γι’ αυτό και «χαϊδεύουν τα αυτιά» των πολλών, είναι φανερό, ότι αποτελούν μια αποσπασματική προσπάθεια απάντησης στην κρίση, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αλλαγής κατεύθυνσης της χώρας και απαλλαγής από τα δεσμά της. Γι’ αυτό και είναι καταδικασμένα να μην εφαρμοστούν ποτέ, ή όσα από αυτά, πολύ λίγα, γίνει κατορθωτό να εφαρμοστούν, να μην έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για τον κόσμο και να χαθούν μέσα σε ένα σύνολο άλλων αντισταθμίσεων που οι ξένοι επικυρίαρχοι έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν, είτε με την τρόικα, είτε χωρίς αυτήν.

Ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο έχει ανάγκη αυτή την ώρα η πατρίδα. Ένα σχέδιο που θα απαντά πρώτα και κύρια στο πως οποιαδήποτε επί μέρους μέτρα ανακούφισης του λαού και ανασυγκρότησης της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης είναι δυνατό να υλοποιηθούν. Αν είναι δυνατόν ένα τέτοιο σχέδιο να ευοδωθεί στο υπονομευμένο πεδίο της Ε.Ε., ή όχι.

9. Τα παιχνίδια επικυριαρχίας στην Ευρώπη και η «διαπραγμάτευση» για το χρέος.

Σε αυτό το κυρίαρχο ζήτημα ο κ. Τσίπρας δεν απάντησε. Άφησε τα πάντα στη διαπραγματευτική του δεινότητα και σε μια αόριστη κατανόηση της ανάγκης αλλαγής πολιτικής από την πλευρά της «Ευρώπης», που όμως μόνο ο ίδιος αντιλαμβάνεται. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν δείχνει να αγνοεί, ή να παραβλέπει, ότι μόλις πριν ελάχιστες εβδομάδες, ο υπουργός επί των Οικονομικών της Γαλλίας εκπαραθυρώθηκε νύκτα, επειδή ψέλλισε κάτι εναντίον της πολιτικής της λιτότητας. Το ίδιο και για την πολιτική της Ε.Ε. στην Ουκρανία, που δεν δίστασε με τις παρεμβάσεις της στα εσωτερικά της χώρας και την άμεση υποστήριξη των νεοναζιστών, να προκαλέσει έναν αιματηρότατο εμφύλιο, που την κατάληξή του δεν έχουμε δει ακόμα. Τέτοια είναι η κατανόηση για αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη.

Ωστόσο ο κ. Τσίπρας έχει εν μέρει δίκιο. Υπάρχουν πολλοί τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στο εσωτερικό της Ε.Ε., που θα ήθελαν να δουν να «πριονίζεται» η αλαζονεία της Γερμανίας. Τμήματα των αρχουσών ελίτ τόσο στην Γαλλία, την Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες, που διατηρούν τις επαφές, τις σχέσεις και πολλά από τα συμφέροντά τους με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη, δεν βλέπουν με καλό μάτι την ακάθεκτη επέκταση και την επικυριαρχία της Γερμανίας στο πλαίσιο ενός 4ου Ράιχ. Εδώ και καιρό είναι εμφανής η προσπάθεια να συνασπιστούν, ώστε να αποτρέψουν την περίπτωση να καταστεί αναπόφευκτη η καταστροφή του ευρωενωσιακού οικοδομήματος εξ αιτίας της γερμανικής βουλιμίας. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι είναι διαφορετικής λογικής και ότι ενδιαφέρονται λιγότερο για τις τράπεζες και περισσότερο για τους λαούς, ούτε ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα και συμπονούν τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Αντίθετα μάλιστα, τα δικά τους συμφέροντα φροντίζουν να κατοχυρώσουν, απέναντι στον γερμανικό επεκτατισμό. Έτσι, προφανώς και με τον δρόμο που παίρνουν τα πράγματα στην Ελλάδα, όπου η γερμανόδουλη συγκυβέρνηση εξαντλεί τα τελευταία της αποθέματα και τις εφεδρείες, διακρίνουν την ευκαιρία να προχωρήσουν, στο μέτρο του δυνατού, σε ένα πλήγμα σε βάρος του γερμανικού μεγαλοϊδεατισμού με όχημα και εργαλείο για μια ακόμα φορά το πειραματόζωο Ελλάς. Σε αυτό το «παίγνιο» επικυριαρχίας μεταξύ των δυνάμεων και της όξυνσης της αντίθεσης μεταξύ διαφορετικών κέντρων εξουσίας στο εσωτερικό της Ε.Ε., τίθεται για μια ακόμα φορά η χώρα μας στην «πρέσα», ως δοκίμιο αντοχής της γερμανικής επικυριαρχίας πια, και ο κ. Τσίπρας παρουσιάζεται στη συγκυρία, να είναι ο ιδανικός διεκπεραιωτής του «πειράματος», οριστικής «θραύσης» της χώρας μας, είτε η «δοκιμή» φέρει αποτέλεσμα για την μια πλευρά, είτε η Γερμανία αποδειχθεί, για ακόμα μια φορά, ιδιαίτερα ανθεκτική σε τέτοιου είδους «δοκιμασίες».

Πράγματι, του κ. Τσίπρα αρκούν οι «υψηλές» επαφές και το γεγονός ότι ο κ. Ντράγκι δεν τον πέταξε έξω από το γραφείο του, όταν ο ίδιος του εξέθετε τις απόψεις του. Και ως απόδειξη της υποτιθέμενης αλλαγής στην Ευρώπη φέρει τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ για μηδενισμό των επιτοκίων και νομισματική χαλάρωση, χωρίς να αντιλαμβάνεται, ότι η μόνη φροντίδα αφορά στην απρόσκοπτη συνέχιση της κερδοφορίας των τραπεζών σε συνθήκες αποπληθωρισμού, που τώρα επίσης ο κ. Τσίπρας διαπιστώνει, και καμιά σχέση δεν έχει με πολιτικές ελάφρυνσης της λιτότητας, ιδίως για χώρες ενταγμένες σε «πρόγραμμα» δηλαδή σε νεοαποικιακό καθεστώς όπως η Ελλάδα, όπου η «χαλάρωση» κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν έχει να προσφέρει, ακόμα και στην περίπτωση που η Γερμανία φανεί πιο ευέλικτη από όσο παρουσιάζεται μέχρι σήμερα.

Έτσι, μιλάει για διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, στα πλαίσια που οι ίδιοι οι δανειστές έχουν διαμορφώσει, μιλάει για νέα σχέδια «Μάρσαλ» και ρήτρες ανάπτυξης, καθώς και άλλα ηχηρά, αλλά δεν μας λέει πώς αυτά θα μπορέσει να τα υλοποιήσει και ποιο θα είναι το πρακτικό αποτέλεσμα τέτοιων ρυθμίσεων στην κατεύθυνση οριστικής απαλλαγής της χώρας από τη χρεοκρατία! Γιατί τι προτείνει τελικά, πέραν των νέων δανείων για την «ανάπτυξη» αυτή τη φορά και την «επιμήκυνση» των παλαιών, που ήδη περιγράφεται ως αποδεκτή λύση, σε μια «ευτυχή» κατάληξη της «διαπραγμάτευσης», ερχόμενος έτσι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους Σαμαρά και Βενιζέλο;

Βεβαίως το θέμα της αποδοχής της «επιμήκυνσης», έναντι του «κουρέματος» προέκυψε αμέσως μετά τις εξαγγελίες Τσίπρα στην ΔΕΘ, με τις δηλώσεις Σταθάκη - Παππά και μας «μπέρδεψε» περισσότερο. Που οφείλονται οι παλινωδίες και τι ισχύει κατά τον ΣΥΡΙΖΑ τελικά; Ή μήπως αυτά είναι «ψιλά γράμματα» που δεν πρέπει να απασχολούν τους υπηκόους, που οφείλουν να έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους «αρχόντους»;

Στην ομιλία του ο κ. Τσίπρας σχολίασε τη στάση της χώρας μας στο τελευταίο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, χρεώνοντας περίπου μειοδοσία στους Σαμαρά - Βενιζέλο και έχει δίκιο. Ωστόσο, καλόπιστα ερωτούμε: Ποιες από τις αρχές του ψηφίσματος αποδέχεται ο ίδιος και το κόμμα του στην αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας; Αποδέχεται, π.χ., ότι η αναδιάρθρωση και διαγραφή του χρέους είναι κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους και δεν μπορεί να εμποδίζεται από κανέναν ιδιώτη δανειστή, ή άλλο κράτος; Αποδέχεται ότι η «βιωσιμότητα» του χρέους εξαρτάται από το αν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να θίγεται ο πυρήνας των ανθρώπινων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ενός λαού; Αυτά λέει το ψήφισμα, γι' αυτό και η Ελλάδα των Σαμαροβενιζέλων απείχε. Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούν αυτές τις αρχές;

Λυπούμαστε, αλλά δεν μας προκύπτει. Διότι πολύ απλά, έχει αποκλείσει τις μονομερείς ενέργειες απέναντι στους δανειστές. Κάτι που το ψήφισμα θεωρεί ως κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους για την αναδιάρθρωση του χρέους του. Ο κ. Τσίπρας ελπίζει σε μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη, που άγνωστο πώς, πότε και γιατί, θα διαγράψει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χρεών και ανάμεσά τους και του ελληνικού. Ενώ τη «βιωσιμότητα» του χρέους την εναποθέτει στην «ρήτρα ανάπτυξης» για την αποπληρωμή του υπολοίπου, «έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού». Φαίνεται να αγνοούν παντελώς τα βασικά.

Επειδή, το δημόσιο χρέος πληρώνεται πάντα από το δημόσιο ταμείο. Όχι από την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη δεν πληρώνει χρέη. Απλά η νεοφιλελεύθερη λογική, που υιοθετεί φαίνεται και ο κ. Τσίπρας, λέει ότι όσο υπάρχει «ανάπτυξη», τόσο αυξάνουν τα έσοδα του κράτους κι έτσι δημιουργώντας πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, μπορεί να πληρώνει το κράτος τα χρέη του. Επομένως, η αποπληρωμή του χρέους, είτε θα γίνει με ένα ατέρμονο κυνήγι του, περίφημου πια, πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως συμβαίνει και σήμερα. Είτε με αναχρηματοδότηση μέσω νέου δανεισμού, αυξάνοντας με μαθηματική ακρίβεια την επιβάρυνση του χρέους. Τώρα όποιος θέλει να πιστέψει, ότι θα πετύχει περικοπή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους συναινετικά με «ευρωπαϊκή διάσκεψη», μετά από επίσης ένα συναινετικό «μορατόριουμ», ας το πιστέψει. Μπορεί να είναι δωρεάν για τον ίδιο, αλλά πολύ ακριβό για τον ελληνικό λαό, δυστυχώς.

Γιατί όμως, αυτή η επιμονή σε αδιέξοδες λύσεις, που θα οδηγήσουν τη χώρα με μαθηματική βεβαιότητα σε έναν νέο φαύλο κύκλο δανεισμού και χρέους, από τους ίδιους, μάλιστα, που έχουν οδηγήσει ήδη τη χώρα σε ελεγχόμενη χρεοκοπία;

Ίσως γιατί λύσεις δεν υπάρχουν, αν δεν είσαι αποφασισμένος για ρήξεις και μονομερείς ενέργειες και αντιλαμβανόμενος  το αδιέξοδο, προσπαθείς να πιαστείς από τα μαλλιά σου, αν δεν έχεις ήδη αποφασίσει απολύτως συνειδητά, να τεθείς οριστικά και αμετάκλητα στο υπηρετικό προσωπικό των ξένων δανειστών και επικυρίαρχων μας, σε μια «αλλαγή βάρδιας» με τους σαμαροβενιζέλους, στον δικό τους ρόλο. Το συμπέρασμα όμως είναι, ότι αποδεκτή λύση για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο αυτή που προϋποθέτει τη, με οποιοδήποτε τρόπο, συναίνεση των δανειστών, εξ ου και οι αναφορές σε μορατόρια κτλ.

Όμως, πέραν μιας αδιόρατης εντύπωσης ότι μπορούν να δημιουργηθούν ευνοϊκές συμμαχίες για τη χώρα μας, -άραγε με ποιους, με τον κ. Ρέντζι, τον Ραχόι, ή με αυτόν που ο ίδιος αποκάλεσε «Ολανδρέου»- ο κ. Τσίπρας δεν αναφέρθηκε καθόλου σε τι συνίσταται αυτό που θα αποδειχθεί επαρκές για να μιλήσει με ίσους όρους με τους «εταίρους» και δανειστές μας, ώστε να καταφέρει να επιβάλει μια διαφορετική πολιτική, εθνικής, κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, στο βαθμό που γίνει κατορθωτή μια διαπραγμάτευση επί της ουσίας.

Ποια είναι τα περιθώρια ελιγμών που διαθέτει, όταν ακόμα και αυτό το δειλό του 2012 «καμιά θυσία για το ευρώ», αντικαταστάθηκε με το εντελώς ανιστόρητο «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα» και ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απειλή για την Ευρώπη», που προσπάθησε να πείσει μόλις πρόσφατα στο Φόρουμ του Ιδρύματος Αμπροζέτι; Επειδή, φυσικά, όπως πολύ σωστά του επισημάνθηκε, δεν αναφέρθηκε ούτε στην Ευρώπη ως γεωγραφική περιοχή, ούτε σε αυτή με την πολιτιστική και την ιστορική της έννοια, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους μηχανισμούς της. Από πού και ως που όμως ταυτίζεται η Ε.Ε. με την Ευρώπη;

Ο κ. Τσίπρας, αποκλείοντας, κατηγορηματικά, οποιαδήποτε προοπτική ρήξης μέσω μονομερών ενεργειών, δείχνει να θεωρεί την πολιτική ως αποτέλεσμα ορθών, ή λάθος αντιλήψεων, σωστών, ή λανθασμένων χειρισμών, που ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αλλάξουν και να θεραπεύσουν πείθοντας και διαμορφώνοντας έτσι κατάλληλους συσχετισμούς στην Ευρώπη, αλλά τι θα γίνει μέχρι τότε, δεν απαντά. Δείχνει όμως με αυτόν τον τρόπο, να αγνοεί τα συμφέροντα, γεωπολιτικά, εθνικά, ταξικά.

Παραγνωρίζει, ότι είναι ακριβώς αυτά τα συμφέροντα που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις, τους συσχετισμούς δύναμης, επιβάλλουν τις πολιτικές και σχηματοποιούν τους χειρισμούς.

Και επειδή ο «δρόμος για την κόλαση», ως γνωστόν,  είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τις οποίες και ουδόλως αμφισβητούμε, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι απολύτως σαφές:

Έχετε συνειδητοποιήσει ποιανού τα συμφέροντα καλείστε να υπηρετήσετε κύριε Τσίπρα και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ;

Συνεπώς, μέχρι που είστε διατεθειμένοι και προετοιμασμένοι να φτάσετε και προς ποια κατεύθυνση;

Τα ερωτήματα αυτά μην σπεύσουν κάποιοι να τα χαρακτηρίσουν. Είναι ειλικρινά ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάλυση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές εκτέθηκαν, αλλά συνηγορούνται και επιτείνονται από τις γενικότερες τοποθετήσεις των στελεχών του. Είναι βαθιά πολιτικά και επί της ουσίας. Από την απάντησή τους εξαρτάται, εν πολλοίς, η πορεία της χώρας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από εδώ και εμπρός, πολύ περισσότερο αν ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί να αναλάβει τα «ινία» της διακυβέρνησης!

10. Η ελάχιστη πολιτική συμφωνία που απαιτείται.

Ο ελληνικός λαός χρειάζεται εδώ και τώρα καθαρές απαντήσεις που οδηγούν σε ρεαλιστικές λύσεις και όχι πομφόλυγες εντυπωσιασμού και αμφισημίες αποπροσανατολισμού. Η εξαγγελία μέτρων ανακουφιστικού καθαρά χαρακτήρα, ως παροχή του κράτους «πατερούλη», που θα έλθει ενδεχομένως να υποκαταστήσει το κράτος «δυνάστη», πιθανώς σε μια διαδικασία εναλλασσόμενων ρόλων και όχι ως αποκατάσταση συλλογικού και ατομικού δικαιώματος και ταυτόχρονα, χωρίς να θίγεται στην καρδιά της η κυρίαρχη πολιτική και το ίδιο το κατοχικό καθεστώς, δεν είναι καθαρή απάντηση, δεν οδηγεί σε λύση και δεν αποτελεί πρόγραμμα και πολύ περισσότερο πρόταγμα για τον ελληνικό λαό.

Κανείς δεν μπορεί να παίζει, ή να πειραματίζεται ανέξοδα με τα προβλήματα, τις αγωνίες, τους πόθους, αλλά και τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού, ούτε οι ιδεοληπτικές εμμονές του οποιουδήποτε να καθορίζουν τις τύχες του.

Σίγουρα, στη προσπάθεια για ανακούφιση του ελληνικού λαού δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα η ρήξη με τους υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Το έχουμε τονίσει επανειλημμένα και το επαναλαμβάνουμε, προέχει η ανακούφιση του κόσμου. Αλλά, η πλήρης υποταγή, ή η αυταπάτη για ισότιμη συμμετοχή σε τέτοια υπερεθνικά κέντρα, που βρίσκονται πολύ μακριά για να νοιάζονται στοιχειωδώς για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της πατρίδας μας, τίποτε δεν προσφέρει στην εξεύρεση του σωστού τρόπου και του σωστού δρόμου. Χωρίς στοιχειώδη αμφισβήτηση της επικυριαρχίας των κέντρων αυτών, με προσαρμογή των εξαγγελθέντων μέτρων ακριβώς στη δική τους λογική, ξεπλύματος πρώτα και κύρια των δικών τους μέχρι τώρα ευθυνών, όπως αυτές καταγράφηκαν, έστω μερικώς, στο ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου τον Μάρτη του 2014, δεν συνιστά τομή στα δεδομένα. Ούτε προοιωνίζει για οτιδήποτε καλό, παρά τη συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής με άλλον μανδύα.  

Το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην εξαπατηθεί για ακόμα μια φορά ο ελληνικός λαός, έστω και αθέλητα. Παραμένοντας ανοικτοί στο διάλογο και την κριτική, πάντα δημόσια και μπροστά στον ελληνικό λαό, ζητούμε απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουμε και τοποθετήσεις επί της ουσίας.

Έτσι, κι επειδή, μόνο με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποκατάστασης της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας και της απόλυτης διασφάλισης του ενιαίου της ελληνικής επικράτειας, με την ταυτόχρονη εφαρμογή ενός ρεαλιστικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, που προϋποθέτουν, κατά τη γνώμη μας, απόφαση για ρήξη και ανατροπή του καθεστώτος με έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε., μπορεί να υπάρξει στοιχειώδης προοπτική για τη χώρα και για το λαό μας και για το οποίο κανείς, μέχρι στιγμής, δεν μας έχει αποδείξει και πείσει για το αντίθετο, ή διαφορετικό. Η επιμονή σε τέτοιες ρήξεις δεν αποτελεί ανέξοδο «παλληκαρισμό», ούτε η ανάγκη τους προκύπτει από κάποια ιδεοληπτική εμμονή, παρά μόνο ως απόρροια μιας ψύχραιμης επιστημονικής ανάλυσης των δεδομένων και στη βάση της σχέσης κόστους οφέλους για κάθε μια επιλογή ξεχωριστά.

Ένα τέτοιο σχέδιο, απολύτως τεκμηριωμένο, που προφανώς περιλαμβάνει, αρχικά, μέτρα ανακούφισης και αποκατάστασης των δικαιωμάτων, εντασσόμενα πλήρως στις στρατηγικές επιλογές μιας προς όφελος του λαού και της δημοκρατίας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας, καθώς και τη βούληση για την εφαρμογή του, διαθέτει το Ε.ΠΑ.Μ. και αγωνίζεται για την δημιουργία των προϋποθέσεων και των όρων υλοποίησής του.

Το Ε.ΠΑ.Μ. ως αυθεντικό λαϊκό κίνημα από τα κάτω, που έχει την ευχέρεια και την δυνατότητα, να εμβαθύνει, να αναλύει και να συνθέτει, τεκμηριώνοντας επιστημονικά τις προτάσεις του, χωρίς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις από οπουδήποτε, δεν νιώθει καμιά απολύτως «ανασφάλεια» ως προς την ορθότητα της πολιτικής επιλογής του. Προς επίρρωση μάλιστα αυτής της βεβαιότητας και προς χάριν της διευκόλυνσης ενός ανοικτού και γνήσιου δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς «στεγανά» και ενώπιον του ελληνικού λαού, με τρόπο που να γίνει κοινωνός όλων ανεξαιρέτως των απόψεων (κάτι το οποίο αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση), θα μπορούσε ενδεχομένως να τεθεί ως βάση συζήτησης -σ’ ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα- η συνολική ρήξη με το ευρωσύστημα να υιοθετηθεί ως πολιτική επιλογή, έστω και στην περίπτωση μόνο που αυτό καταστεί αναγκαίο. Και εν τέλει, ο ίδιος ο λαός αυτοπροσώπως, να είναι εκείνος που θα αποφασίσει για το «τι», το «πώς», το «πότε» και το «γιατί».

Για το λόγο αυτό, η κατάθεση της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί αφορμή και αφήνει μια χαραμάδα έστω, για ουσιαστικό διάλογο που οφείλει να ανοίξει άμεσα, χωρίς προαπαιτούμενα, με ελεύθερη παράθεση κάθε άποψης με ουσιαστικά επιχειρήματα γύρω από τα κομβικά αυτά ζητήματα για τη χώρα και το λαό. Στην αδήριτη αυτή ανάγκη των καιρών, το Ε.ΠΑ.Μ. σπεύδει πρώτο να ανταποκριθεί.

Ένας τέτοιος διάλογος μόνο θετικά θα επιδρούσε σε όλους και θα βοηθούσε αποφασιστικά στη δημιουργία κλίματος για μια ελάχιστη πολιτική συμφωνία, που αποτελεί αίτημα του λαού και εκφράζεται με το απλό «βρείτε τα». Μια τέτοια ελάχιστη συμφωνία στα βασικά, θα έδινε νέο αέρα στη δημιουργία ενός ακαταμάχητου πλειοψηφικού λαϊκού ρεύματος με αυτοπεποίθηση, που θα οδηγούσε πιο γρήγορα στην έξοδο από την κρίση, και με πιο ασφαλή αποτελέσματα, τόσο για τη χώρα, όσο και για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό, δίνοντας παράλληλα ένα ανεπανάληπτο μάθημα δημοκρατίας προς όλους.

Η κατάσταση του λαού και της πατρίδας βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμο σημείο και δεν χωρούν μικροκομματικοί υπολογισμοί, ιδεοληπτικές συμπεριφορές, ισχυρογνωμοσύνες και αίσθηση αυτάρκειας και παντογνωσίας. Πολύ περισσότερο δεν χωρά η προχειρότητα. Το γεγονός, ότι διαφαίνεται σταδιακά η αποδοχή μιας κυβερνητικής λύσης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ από μια πλειάδα κέντρων στο εξωτερικό, δεν σημαίνει οπωσδήποτε κάτι καλό για τον λαό και τη χώρα. Μπορεί να σημαίνει παγίδευση, ή ακόμα χειρότερα ανομολόγητες δεσμεύσεις παρασκηνίου σε βάρος της χώρας και του λαού.

Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε, ότι οι προκλήσεις βρίσκονται μπροστά και η κατάρρευση της συγκυβέρνησης που φαίνεται ότι επέρχεται νομοτελειακά, απαιτεί την εγρήγορση όλων  και πρώτα και κύρια του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και ακριβώς σε αυτόν τον στίβο και σε αυτήν την πορεία κανείς δεν πρόκειται να βρεθεί στο απυρόβλητο. Θα κριθούν αμείλικτα και απόψεις και πολιτικές και προθέσεις. Και πρόσωπα και πράξεις και παραλήψεις. Όλοι και όλα.

Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη έχουμε καλέσει πρόσφατα και για ακόμα μια φορά, τους πάντες, που δηλώνουν δημοκράτες και «αντιμνημονιακοί» στην πιο πλατιά συσπείρωση για τη δημιουργία ενός νέου εθνικοαπελευθερωτικού πόλου δημοκρατικού διεμβολισμού του συστήματος με στόχο την ανατροπή του και την απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των ξένων επικυρίαρχων και των ντόπιων συνεργατών τους, με βάση, χωρίς να αποτελεί προαπαιτούμενο, το ολοκληρωμένο σχέδιο που ήδη έχουμε προτείνει και έχουμε θέσει σε δημόσιο διάλογο. Αναμένουμε!

Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2014
Η Πολιτική Γραμματεία του Ε.ΠΑ.Μ.