Ρατσισμός είναι η αναγωγή
κάποιας κοινωνικής ομάδας ως κατώτερης ή ακόμη και άξια περιφρόνησης, λόγω της
φυλετικής ή εθνικής της καταγωγής ή το αντίθετο η πίστη στην ανωτερότητα μιας
φυλής. Ο Ρατσισμός όμως δεν περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη της φυλετικής ως
κυρίαρχης διαφοροποίησης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες διακρίσεις όπως οι
κοινωνικές διαφοροποιήσεις λόγω θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου,
οικονομικής κατάστασης, επαγγελματικής θέσης, μορφωτικού επιπέδου, πολιτιστικής
ανωτερότητας, φυσικών χαρακτηριστικών και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Ο ρατσισμός
μπορεί να εμφανιστεί σε κοινωνίες που ευημερούν οικονομικά ως υπεροψία
απέναντι σε άλλους λαούς ή κοινωνικές ομάδες προβάλλοντας τη σπουδαιότητα της
οικονομικής ή πολιτιστικής τους διαφοράς (καθεστώς απαρτχάιντ), ενώ αντίθετα
εμφανίζεται ως φόβος σε φθίνουσες οικονομικά κοινωνίες που πιστεύουν ότι
η κατάστασή τους οφείλεται στη δράση μιας άλλης κοινωνικής ομάδας που τους
απειλεί (οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές, η αύξηση της εγκληματικότητας
οφείλεται στους μετανάστες κλπ). Ο ρατσισμός εμπεριέχει έντονα το στοιχείο του φανατισμού,
που αφαιρεί τη δυνατότητα της καθαρής οπτικής των πραγμάτων κι έτσι εύκολα
ομάδες ανθρώπων μπορεί να χειραγωγηθούν και σε ακραίες καταστάσεις οδηγεί στην
άσκηση βίας.
Ποια όμως
μπορεί να είναι τα αίτια που δημιουργούν το ρατσισμό; Μια πρώτη ερμηνεία ως
προς τις αιτίες του ρατσισμού είναι η πνευματική φτώχεια, η έλλειψη παιδείας,
το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ο θρησκευτικός ή εθνικός φανατισμός, το
δημοκρατικό έλλειμμα, η απουσία ανθρωποκεντρικών αξιών, η προπαγάνδα από τα ΜΜΕ
κλπ. δηλαδή το νομικό, πολιτικό, φιλοσοφικό, πνευματικό κλπ εποικοδόμημα ή
αλλιώς με μια λέξη το επίπεδο του πολιτισμού μιας κοινωνίας που εμπεριέχει το
ρατσισμό ως συστατικό της στοιχείο σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Με δεδομένο
όμως ότι η οικονομική κατάσταση είναι ο καθοριστικός εκείνος παράγοντας
σχηματισμού της κοινωνικής συνείδησης ως αντανάκλασή της, συνάγεται ότι οι
αιτίες, για την ένταση του φαινομένου του ρατσισμού ή την εμφάνιση νέων μορφών
του, θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν και
καθορίζουν την αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα. Όμως «ένας ιστορικός
παράγοντας μόλις γεννηθεί, σε τελευταία ανάλυση από οικονομικά αίτια, αντιδρά
αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα
αίτιά του». Ακόμη κι ο Ένγκελς ομολογεί ότι υπάρχει διαλεκτική
αλληλεπίδραση μεταξύ του είναι και της κοινωνικής συνείδησης. Δηλαδή όταν
εμφανιστεί ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η ξενοφοβία, που έχει τη βάση του στην
αυξανόμενη ανεργία και στην λανθασμένη αλλά διάχυτη αίσθηση ότι οι μετανάστες
είναι υπεύθυνοι για την ανεργία των ελλήνων (ταυτόχρονα συνδυάζεται με έναν
άλλο τρόπο διαχωρισμού, αυτόν του εθνικισμού, που είναι βαθιά ριζωμένος στην
κοινωνία), με την πάροδο του χρόνου, τείνει να καταστεί πολιτισμικό στοιχείο,
μέρος δηλαδή της κουλτούρας μας και δεν αναιρείται όταν οι συνθήκες που το
δημιούργησαν παύσουν να υπάρχουν.
Έτσι για το
ίδιο φαινόμενο, αυτό της εισόδου ξένων στον ελληνικό χώρο για να εργαστούν,
υπάρχουν δύο οπτικές: α) μία-δύο δεκαετίες πριν, την εποχή της ευμάρειας, οι
ξένοι εργάτες γης ήταν ευπρόσδεκτοι και το ελληνικό κράτος προχωρούσε σε
διακρατικές συμφωνίες για την είσοδο εποχικών εργατών από τα γειτονικά κράτη,
και αυτό θεωρούνταν λογικό και κανείς δεν διαμαρτύρονταν ότι παίρνουν τις
δουλειές των ελλήνων και β) στις σημερινές οικονομικές συνθήκες κρίσης και
ανεργίας, όλοι διαμαρτύρονται ότι οι ξένοι είναι αυτοί που κλέβουν τις δουλειές
από τους έλληνες και ταυτόχρονα εξ αιτίας τους αυξάνεται η εγκληματικότητα.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι το πρόβλημα δεν είναι η είσοδος των ξένων στη χώρα
μας, αλλά η ανεργία, η κρίση του καπιταλισμού, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, με
μια κουβέντα ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Θανάσης Λατσίνογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου