Ιστορικά αποτυχημένες οι νομισματικές ενώσεις.
του Σπύρου Αρκετού
Όσοι υποστηρίζουν σήμερα το ευρώ, συνήθως αγνοούν ότι δεν είναι η πρώτη φορά που δέθηκε η Ελλάδα σε μια νομισματική ένωση. Δύο προηγούμενα τέτοια πειράματα, το πρώτο στα τέλη του 19ου αιώνα και το δεύτερο στο Μεσοπόλεμο, είχαν οικτρή κατάληξη.
Το τρίτο και χειρότερο, όπως αποδεικνύεται, είναι το ευρώ. Για να κρατήσει σταθερό το νόμισμα, όπως απαιτούσε η φιλελεύθερη ορθοδοξία της εποχής, η Αθήνα είχε προσχωρήσει από το 1868 στη Λατινική Ένωση, μια συμφωνία της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου και της Ελβετίας –και άλλων χωρών αργότερα– να διατηρούν νομίσματα σταθερής ισοτιμίας και συνδεδεμένα με το χρυσό.
Διευκολύνθηκε έτσι ένας κύκλος δανεισμού, που χρηματοδότησε έργα υποδομής, τα οποία, ωστόσο, ελάχιστα ωφέλησαν τους φτωχότερους. Παρά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, το 1896 η εύπορη αστική Ελλάδα ζούσε σε κλίμα ευφορίας, που κορυφώθηκε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Όταν, όμως, έχασε τον Πόλεμο του 1897, η χώρα υποχρεώθηκε να πληρώσει βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις, που καλύφθηκαν με νέο δανεισμό. H υποταγή στις «Εγγυήτριες Δυνάμεις» έκανε τον ιστορικό Γιώργο Λεονταρίτη να τη χαρακτηρίσει «τυπικά μόνον ανεξάρτητη χώρα». Συνάμα οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες τής επέβαλαν το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ). Ο ΔΟΕ έλεγχε πόρους και δαπάνες του κράτους και ουσιαστικά ρύθμιζε την οικονομική πολιτική.
Εφαρμόζοντας έναν ακραίο αποπληθωρισμό κι εξαφανίζοντας τη ρευστότητα, όπως κάνει σήμερα η ΕΚΤ, στραγγάλιζε την παραγωγή. Διοχέτευε τα δημόσια έσοδα στους δανειστές, αδιαφορώντας για την εξαθλίωση του λαού και την οικονομική παράλυση που προκαλούσε. Για παράδειγμα, ο προϋπολογισμός του 1907 πρόβλεπε 32,5 εκατ. δραχμές για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά μόνον 300.000 για αρδευτικά και αποξηραντικά έργα, μολονότι η ελονοσία ήταν συχνότερη απ’ ό,τι στην Ινδία ή την Αφρική, και κάθε χρόνο σάρωναν τη χώρα οι πλημμύρες.
Η ύπαιθρος, που μαστιζόταν επίσης από την τοκογλυφία, ερήμωσε από ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης· ως σήμερα δεν συνήλθε. Τα χωράφια έμεναν χέρσα, οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονταν, ενώ ο πλούτος συγκεντρωνόταν σε ολοένα λιγότερα χέρια. Οχτώ χρόνια πολεμικών καταστροφών έκαναν τελικά το 1919 τη δραχμή να υποτιμηθεί. Αλλά οι δανειστές συνέχισαν γενικά να εισπράττουν τα τοκοχρεολύσια στην ώρα τους. Η χώρα αντιμετώπισε τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής με μια σημαντική αναδιανομή πλούτου προς τα κάτω, μέσω της αγροτικής μεταρρύθμισης.
Εξακολούθησε, ωστόσο, να δανείζεται και να δαπανά περί το ένα τρίτο των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού για να εξυπηρετεί το χρέος. Επέστρεψε στον κανόνα χρυσού το 1928, πάλι σύμφωνα με τη φιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία και υπό τη φωτισμένη εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών και του ΔΟΕ. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στήριξε την αναπτυξιακή του πολιτική στους χαμηλούς μισθούς και τον ξένο δανεισμό, και όταν ο τελευταίος στέρεψε, μετά το Κραχ του 1929, περιέκοψε τις κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες, αλλά συνέχισε να πληρώνει κανονικά το χρέος σε χρυσό.
Οι κεφαλαιούχοι και πάλι πλούτιζαν, ενώ οι απροστάτευτοι εργαζόμενοι θερίζονταν από την πείνα και αρρώστιες όπως η φυματίωση και ο τύφος. Όταν το χρυσάφι τελείωσε, ο Βενιζέλος κήρυξε επιλεκτική στάση πληρωμών στους δανειστές, το 1932, και υποτίμησε τη δραχμή, αλλά ήταν αργά. Στο μεταξύ είχε καταστρέψει το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τον κοινοβουλευτισμό και είχε ρίξει τη χώρα στα νύχια της άκρας Δεξιάς. Μόλις εγκαταλείφθηκε ο κανόνας χρυσού και παρ’ όλες τις οιμωγές των λεγόμενων ειδικών, η οικονομία ανέκαμψε γοργά. Τότε, όπως και σήμερα, η πρόσδεση της χώρας σ’ ένα νομισματικό σύστημα που ελέγχεται από μεγάλους κεφαλαιούχους την οδήγησε στην εξαθλίωση. Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα επείγει όχι επειδή δήθεν είμαστε εθνικιστές, αλλά για ν’ ανακτήσουμε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, χωρίς τον οποίο η οικονομία μας δεν θ’ ανακάμψει».
Πηγή: Επίκαιρα της 16/2/2012, τεύχος 122
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου