Του Δημήτρη Καζάκη
Χαρές και πανηγύρια για τους δωσίλογους της κυβέρνησης. Πούλησαν για μια φορά ακόμη την Ελλάδα στις αγορές, δηλαδή στα συνεταιράκια τους. Με το αζημίωτο πάντα. Ταυτόχρονα φρόντισαν να υπάρξει και το απαραίτητο τρομοκρατικό χτύπημα, ώστε να εμφανιστούν ως «εγγυητές της ομαλότητας». Ενώ την Παρασκευή υποδέχτηκαν την επιτετραμμένη του Μεγάλου Αφεντικού, der große Boss, την κ. Μέρκελ, η οποία για δεύτερη φορά έρχεται να οριοθετήσει – με τον γνωστό τρόπο που τα αρπαχτικά αιλουροειδή της ζούγκλας οριοθετούν την περιοχή τους – την Ελλάδα ως δικό της οικόπεδο.
Θα προσέξατε φαντάζομαι πώς ο φερόμενος ως πρωθυπουργός του οικοπέδου, κ. Σαμαράς, κουνά ασυντόνιστα το πόδι του όταν βλέπει την κ. Μέρκελ. Είναι ο τρόπος του για να δείχνει την χαρά του στο αφεντικό του. Βλέπετε, ελλείψει εμφανούς ουράς, δεν μπορεί να κάνει ότι κάνουν και οι σκύλοι του καναπέ όταν θέλουν να κάνουν χαρές σε όποιον αναγνωρίζουν ως αφεντικό τους. Από κοντά κι ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος λόγω εκτοπίσματος του είναι αδύνατο ακόμη και να κουνήσει τα πόδια του.
Όμως, το σημαντικό είναι αλλού. Βγήκαμε στις αγορές και κάθε πληρωμένο παπαγαλάκι των δανειστών, των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων βγήκε για να πανηγυρίσει. Μεγάλη επιτυχία, είπε ο Σαμαράς στο διάγγελμά του. Τώρα πια όλα θα επανέλθουν στην προ των μνημονίων κατάσταση, δήλωσε ο Βενιζέλος, χωρίς αιδώ. Το ψέμα και η απατεωνιά σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Αν βρισκόμασταν σε ευνομούμενο κράτος και υπήρχε ανεξάρτητη δικαιοσύνη, έστω και για τους τύπους, οι δηλώσεις Σαμαροβενιζέλου και λοιπών απατεώνων, θα είχαν προκαλέσει παρέμβαση εισαγγελέα. Θα αντιμετωπίζονταν όχι με όρους πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά ποινικής δικαιοσύνης. Δυστυχώς όμως στο οικόπεδο της κ. Μέρκελ, που για λόγους τοπογραφίας αποκαλείται Ελλάδα, οι εισαγγελείς και οι δικαστές της ηγεσίας της δικαιοσύνης, ασχολούνται στη συντριπτική τους πλειοψηφίας με το να παρέχουν νομική κάλυψη τις πράξεις δωσιλογισμού και εσχάτης προδοσίας της κυβέρνησης. Όπως άλλωστε έπραττε πάντα η ηγεσία της δικαιοσύνης κάθε φορά που η χώρα και ο λαός ξεπουλιότανε από τους ντόπιους κυβερνώντες σε αποικιοκράτες και κατακτητές.
Προσφάτως μάλιστα με το φετβά της κ. εισαγγελέως του Αρείου Πάγου επιβλήθηκε ακόμη και προληπτική λογοκρισία για την προστασία της εγκληματικής συμμορίας που κατέχει την κυβέρνηση του τόπου. Σε λίγο, όπως το πάνε, θα απαγορευτεί οτιδήποτε λέγεται εναντίον της κυβέρνησης και των μεγάλων εταίρων μας εξ Ευρώπης, ή εξ Εσπερίας, καθ’ ότι ο κυβερνητικός έλεγχος των ΜΜΕ δια μέσου των χρηματοδοτήσεων και των διαπλεκόμενων καναλαρχών δεν επαρκεί πλέον. Ο λαός δεν μασά πια και οι σφετεριστές της εξουσίας, δεν το έχουν σε τίποτε να μας βάλουν όλους στο γύψο.
«Επιτυχία» το πρόσθετο χρέος
Τι συνέβη λοιπόν; Η κυβέρνηση, παρά την διάψευση των δημοσιευμάτων από το υπουργείο οικονομικών στις 7 Απριλίου, επιχείρησε να δανειστεί 2,5 δις ευρώ με έκδοση πενταετούς ομολόγου όχι σε ανοιχτή δημοπρασία, αλλά με άνοιγμα βιβλίου προσφορών από συγκεκριμένες τράπεζες – τις γνωστές που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία – ώστε να τηρηθούν κατά τα γράμμα όσα προφανώς είχαν συμφωνηθεί ήδη στο παρασκήνιο.
Έτσι η κυβέρνηση εμφανίστηκε να δανείζεται από τις αγορές 2,5 δις ευρώ με επιτόκιο σχεδόν 5% και διάρκεια αποπληρωμής 5 έτη. Έτσι ο ελληνικός λαός φορτώθηκε πρόσθετο χρέος για την επόμενη πενταετία τρέχουσας αξίας άνω των 3,25 δις ευρώ. Κι αυτό θεωρείτε επιτυχία. Όπως επιτυχία θεωρήθηκε και το αγγλικό δίκαιο που διέπει αυτό το πενταετές ομόλογο.
Για ποιο λόγο έπρεπε να βγει η χώρα στις αγορές; Γιατί έπρεπε να δει αν έχει κερδίσει την χαμένη «αξιοπιστία» της, μας λένε παπαγαλάκια και κυβερνώντες. Ας το δεχτούμε προς στιγμή για να ρωτήσουμε: Γιατί αυτό έπρεπε να το κάνει σε προεκλογική περίοδο και μάλιστα με τόσο υψηλό επιτόκιο; Καμιά σοβαρή απάντηση.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι έως τα τέλη του 2009, πριν δηλαδή μας δρομολογήσουν για τον μηχανισμό στήριξης και μας καταστήσουν επίσημα δουλοπαροικία του χρέους, οι ελληνικές κυβερνήσεις δανείζονταν με μέσο σταθμικό επιτόκιο κάτω από 4%. Το 2009, χρονιά καμπής και κρίσης, η μέση διάρκεια δανεισμού ήταν 5,6 χρόνια και το μέσο σταθμικό επιτόκιο ήταν 4,1%. Η τελευταία έκδοση ομολόγων πριν αρχίσει η πίεση των αγορών προκειμένου να οδηγήσουν την Ελλάδα σε ελεγχόμενη από τους δανειστές χρεοκοπία, ήταν το Νοέμβριο 2009, όταν το Ελληνικό Δημόσιο πραγματοποίησε κοινοπρακτική έκδοση δεκαπενταετούς ομολόγου αξίας 7 δις ευρώ σταθερού επιτοκίου 5,30% ετησίως και λήξης 20 Μαρτίου 2026.
Με άλλα λόγια το κόστος δανεισμού που καλείται να πληρώσει ο ελληνικός λαός για την φιέστα που ονομάστηκε έξοδος στις αγορές, είναι κατά πολύ υψηλότερος από την εποχή που οι αγορές ήταν σε κρίση και έπεφταν. Μας λένε βέβαια ότι το κόστος αυτό του δανεισμού θα πέσει αν συνεχίσουμε στην ίδια πορεία, αλλά το ερώτημα παραμένει: Ακόμη κι αν τα δεχτούμε όλα αυτά, γιατί έπρεπε να βγει η Ελλάδα την συγκεκριμένη στιγμή στις αγορές και να πληρώσει υπέρογκο κόστος δανεισμού;
Δεν θα μπορούσε να περιμένει, λέμε εμείς αφελώς, ώστε να επικυρωθούν τα θετικά δεδομένα – για τα οποία μιλά ασύστολα η κυβέρνηση – για να πέσει το κόστος δανεισμού; Γιατί αυτός ο πειραματισμός, που καλείται να τον πληρώσει ακριβά ο ελληνικός λαός και μάλιστα στο αγγλικό δίκαιο, χωρίς να έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση σε ποια δικαιοδοσία δικαστηρίων έχει αναθέσει το συγκεκριμένο ομόλογο. Στα αγγλικά, ή στα δικαστήρια του Λουξεμβούργου;
Δυο προφανείς λόγοι
Αυτό που θέλουμε να πούμε με όλα αυτά τα αφελή ερωτήματα είναι το εξής απλό: ακόμη κι αν αποδεχτούμε την λογική της κυβέρνησης και των αφεντικών της, δεν υπήρχε κανένας εμφανής λόγος να προχωρήσει σε έξοδο στις αγορές μια μέρα πριν έρθει στην Ελλάδα η Μέρκελ. Εκτός από δυο προφανείς. Από την μια, ο προεκλογικός πανικός μια κυβερνώσας παράταξης που καταρρέει εκλογικά. Από την άλλη, η ανάγκη να συγκαλύψει η κυβέρνηση το παραμύθι του λεγόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ωστόσο, πέρα απ’ όλα αυτά. Πέρα από το γεγονός της σκοπιμότητας του συγκεκριμένου δανείου και της φάρσας που αποκλήθηκε έξοδος στις αγορές, το θεμελιώδες, βασικό ερώτημα παραμένει. Γιατί είναι καλό να βγαίνουμε στις αγορές; Από πού κι ως πού; Γιατί το να συνεχίσει κανείς την πρακτική που οδήγησε την Ελλάδα στην χρεοκοπία, είναι καλό για την χώρα και τον λαό; Το γιατί είναι καλό για τους τοκογλύφους και τους κερδοσκόπους είναι απολύτως κατανοητό. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα συνεχίσει να δανείζεται εσαεί για να τους πληρώνει. Μέχρι τελικής πτώσεως.
Η απάντηση που δίνουν τα παπαγαλάκια είναι τραγικά απλοϊκή σε βαθμό ηλιθιότητας: Μα έτσι κάνουν όλα τα πολιτισμένα κράτη. Η αλήθεια είναι ότι το κάνουν μόνο όσα κράτη ελέγχεται η διακυβέρνησή τους από τις χρηματαγορές μέσα από την εξαγορά του πολιτικού τους προσωπικού κι όχι μόνο. Τα κράτη δανείζονται ανεξέλεγκτα γιατί υπάρχουν στις τερατώδεις διεθνείς τράπεζες και στους κερδοσκόπους τεράστιες ποσότητες δανειακού κεφαλαίου, που μπορεί να αποδώσει κέρδος, δηλαδή τόκο, μόνο αν τα κράτη συνεχίσουν να δανείζονται εσαεί.
Πότε πρέπει να δανείζεται το κράτος;
Για να δούμε όμως τι λέει και η επιστήμη. Πότε πρέπει να δανείζεται ένα κράτος; Ο Ξενοφών Ζολώτας μελετώντας την δανειακή επιβάρυνση της Ελλάδας, που την οδήγησε στην χρεοκοπία του 1932 είχε καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: «Γνώμονα της δανειακής του Κράτους πολιτικής τόσον δια τα εξωτερικά όσον και δια τα εσωτερικά δάνεια δέον να αποτελέση η οικονομική αρχή της αμέσου αποδοτικότητας. Ουδέν δάνειον πρέπει εις το μέλλον να συνάπτεται, του οποίου η άμεσος αποδοτικότης δεν είναι εκ των προτέρων εξησφαλισμένη.» (Ξ. Ζολώτα, Η Δανειακή Επιβάρυνσις της Ελλάδος, Αθήναι, 1931, σ. 109.)
Τι σημαίνει αυτό; Ότι το κράτος δεν πρέπει να δανείζεται παρά μόνον αν έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει τα πρόσθετα έσοδα, δηλαδή την άμεση απόδοση, με βάση τα οποία θα αποπληρωθεί αν όχι όλο, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων τοκοχρεολυσίων του συγκεκριμένου δανείου. Διαφορετικά δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δανείζεται διότι πολύ απλά αργά, ή γρήγορα θα οδηγηθεί στην χρεοκοπία.
Ίσχυσε ποτέ αυτός ο κανόνας για τον δανεισμό του ελληνικού κράτους. Ούτε κατά διάνοια. Ο Άγγελος Αγγελόπουλος που μελέτησε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είχε καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα που ισχύει ακόμη και σήμερα: «Το μεγαλύτερον μέρος του προϊόντος των συναπτόμενων δανείων διετίθετο δια την εξόφλησιν των οφειλομένων τοκοχρεωλυσίων, δια την πληρωμήν μεσιτειών και προμηθειών, το δε εναπομένον εσπαταλάτο δια διαφόρους σκοπούς, χωρίς μάλιστα να ερωτάται και η χώρα η οποία συνήπτε τα δάνεια και η οποία ανελάμβανε την υποχρέωσιν της τοκοχρεωλητικής εξοφλήσεως τούτων.» (Α. Αγγελόπουλου, Το Δημόσιον Χρέος της Ελλάδος, Αθήναι, 1937, σ. 83)
Χωρίς λοιπόν οι κυβερνήσεις να ρωτάνε την «χώρα», δηλαδή τον λαό, που φορτώνεται τα χρέη και την αποπληρωμή τους, συνάπτουν δάνεια για να πληρώσουν παλιότερα δάνεια, να εξυπηρετήσουν ημετέρους και κερδοσκόπους και λαφυραγωγήσουν το δημόσιο. Έτσι επήλθαν οι τέσσερεις ιστορικές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους. Με τον ίδιο τρόπο οδηγηθήκαμε και στη σημερινή χρεοκοπία.
Χειρότερη από ποτέ η δανειακή επιβάρυνση
Γιατί λοιπόν είναι καλό να βγούμε στις αγορές ξανά; Γιατί θα πρέπει να επαναλάβουμε την ίδια ακριβώς πρακτική που οδήγησε το κράτος σε απανωτές χρεοκοπίες; Το ζητούμενο δεν είναι να βγούμε στις αγορές για να δανειστούμε εκ νέου, αλλά να απεξαρτηθούμε σαν οικονομία και σαν κράτος από το χρέος.
Μήπως έγινε κάτι τέτοιο και δεν το καταλάβαμε; Κάθε άλλο. Η συγκριτική, αλλά και η απόλυτη δανειακή επιβάρυνση της Ελλάδας σήμερα είναι χειρότερη παρά ποτέ σε συνθήκες μιας πρωτοφανούς συνεχιζόμενης συρρίκνωσης της οικονομίας.
Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι το συνολικό χρέος της κεντρικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 109,2% το 2002 – δηλαδή την χρονιά που η Ελλάδα εισήλθε στο ευρώ. Το 2009 είχε φτάσει στα 129,2%. Το 2010 εκτινάχθηκε στα 153,2%, το 2011 στο 176,5%, το 2012 έπεσε προσωρινά στο 158,0% για να φτάσει τελικά το 2013 στο 179,0%!
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη αν υπολογίσει κανείς το συνολικό χρέος της κεντρικής κυβέρνησης στο καθαρό διαθέσιμο εθνικό εισόδημα. Το 2002 το συνολικό χρέος αντιστοιχούσε στο 122,1% του καθαρού διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος. Το 2009 είχε φτάσει στο 155,7%. Το 2010 εκτινάχθηκε στο 190,4%, το 2011 στο 227,0%, το 2012 προσωρινά έπεσε στο 201,6%, ενώ το 2013 εκτινάχθηκες στο 238,5%.
Πώς γίνεται με 129,2% χρέος στο ΑΕΠ να χάνει η Ελλάδα την «αξιοπιστία» της στις αγορές και την ανακτά με 179,0%! Και μάλιστα όταν το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας συρρικνώνεται με ρυθμούς υπερδιπλάσιους σήμερα – ετήσια και σε τρέχουσες τιμές – απ’ ότι το 2009! Ποιος θα δάνειζε μια χώρα σαν την Ελλάδα υπό τέτοιες συνθήκες συρρίκνωσης και εκτίναξης του χρέους της; Μόνο όποιος γνώριζε ότι η χώρα έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στους δανειστές της, έχει υποθηκευτεί η δημόσια και ιδιωτική περιουσία των πολιτών της και έχει καταλυθεί κάθε έννοια ασυλίας του κράτους που προστατεύει τον σκληρό πυρήνα των δημόσιων αγαθών και δεν επιτρέπει στους δανειστές να το θέσουν υπό εκκαθάριση.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα απέκτησε «αξιοπιστία» καθώς μετατράπηκε σε ξέφραγο αμπέλι για κάθε αρπακτικό των αγορών, σε ανοχύρωτη χώρα, έρμαιο των δανειστών της. Εξ ου και το αγγλικό αποικιοκρατικό δίκαιο στα νέα ομόλογα και γενικότερα στο καθεστώς δανεισμού της χώρας.
Οι διαπιστώσεις του Τσίπρα
Είναι γεγονός ότι σχετικά με την όλη υπόθεση της εξόδου προς τις αγορές το σύνολο της αποκαλούμενης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης έκανε ανάλογες διαπιστώσεις κι έμεινε σ’ αυτές. Ειδικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας σε ομιλία του στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς την Πέμπτη, 10/4, κατήγγειλε την επιχείρηση εξόδου στις αγορές λέγοντας ότι «τώρα τρόικα και ελληνική κυβέρνηση, αποφάσισαν να ξαναβγούν στις αγορές με παρόμοιο επιτόκιο, όσο ακριβώς ήταν όταν το θεωρήσανε απαγορευτικό και αποχώρησαν από αυτές. Και όχι μόνο τώρα δε το θεωρούν απαγορευτικό αλλά πανηγυρίζουν κιόλας, που θα δανειστούν 2,5 δις με πενταετή ομόλογα που θα αποδώσουν εγγυημένα κέρδη στους "επενδυτές" πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή επιβαρύνουμε το χρέος, πριμοδοτούσε τους κερδοσκόπους με τοκογλυφικά επιτόκια. Και πανηγυρίζουμε από πάνω.»
Προσέξτε την επιχειρηματολογία. Είναι βάσιμη; Απολύτως. Όμως δεν σταμάτησε σ’ αυτές τις επισημάνσεις, προχώρησε κι άλλο: «Αγαπητοί φίλοι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσοι επιθυμούν να κρύψουν την ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσαν τα μνημόνια λιτότητας στην Ελλάδα και κυρίως όσοι επιθυμούν να συνεχιστεί το μαρτύριο της λιτότητας για τον ελληνικό λαό και μετά τις ευρωεκλογές, πήραν τον κύριο Σαμαρά και τον κύριο Βενιζέλο από το χέρι και τους έβγαλαν προεκλογικά στην αγορά. Στέλνοντας το λογαριασμό στον ελληνικό λαό. Διότι εκτός από προεκλογικό επικοινωνιακό δώρο της ελληνικής κυβέρνησης προς τη κ. Μέρκελ, δώρο που θα πληρωθεί όμως με τα λεφτά των Ελλήνων φορολογουμένων, η έξοδος αυτή αποτελεί και έγκλημα εις βάρος του Ελληνικού αλλά και όλων των ευρωπαϊκών λαών, αφού ενταφιάζει τη συζήτηση και τη προοπτική αναδιάρθρωσης του χρέους, διαγραφής μεγάλου μέρους του.»
Ο αναγνώστης οφείλει να προσέξει ιδιαίτερα αυτό το «διότι» του κ. Τσίπρα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί έχει δίκιο. Αυτό φάνηκε κι από τις δηλώσεις αξιωματούχων του Βερολίνου, αλλά και της ΕΕ, οι οποίοι θεώρησαν ότι η «επιτυχημένη» έξοδος της Ελλάδας της αγοράς, μετατρέπει – άκουσον, άκουσον – το δημόσιο χρέος της χώρας σε βιώσιμο. Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι από την στιγμή που η χώρα μπορεί να βγει στις αγορές και να δανειστεί, τότε μπορεί να πληρώσει το χρέος της κι επομένως αποκλείεται κάθε συζήτηση μείωσής του. Τόσο απλά.
Ο κ. Τσίπρας καταγγέλλει αυτή την μεθόδευση 15 ημέρες τώρα. Και καλά κάνει. Όμως, γιατί μένει μόνο στην καταγγελία; Γιατί διαπιστώνει απλά αυτήν την κατάφωρα καταχρηστική πρακτική από την τρόικα και την κυβέρνηση, η οποία δεν διαθέτει πια κανένα λαϊκό, ή εκλογικό έρεισμα, και δεν κάνει το επόμενο αυτονόητο βήμα; Να δηλώσει δηλαδή ευθαρσώς ότι ο ίδιος, ως μέλλων πρωθυπουργός της Ελλάδας, και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν το συγκεκριμένο ομόλογο ως χρέος του ελληνικού λαού. Κι επομένως όποιος το αγοράσει, απλά θα χάσει τα λεφτά του.
Αν έκανε μια τέτοια δήλωση ο κ. Τσίπρας δυο μέρες πριν την έκδοση του ομολόγου, πολύ απλά κανένας δεν θα τολμούσε να το αγοράσει. Θα τίναζε την όλη φιέστα στον αέρα. Βέβαια, θα προσέλκυε τη μήνη όλου του ελεγχόμενου τύπου, της τρόικας, αλλά και της κυβέρνησης. Θα υποστήριζαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τινάζει την «εθνική προσπάθεια» στον αέρα. Ε, και λοιπόν; Τι σημασία έχει; Τι προέχει; Οι κομματικές ισορροπίες και οι ενδόμυχες φοβίες του ΣΥΡΙΖΑ ή το συμφέρον του λαού και της χώρας;
Αν λοιπόν ήθελε ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να αντιδράσουν ακυρώνοντας την φιέστα και με μια απλή δήλωσή τους να θέσουν θέμα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους της Ελλάδας; Ειλικρινά, αν είναι στ’ αλήθεια διατεθειμένοι να θέσουν θέμα βιωσιμότητας και μείωσης – όπως λένε – του δημόσιου χρέους της χώρας, τότε γιατί δεν ξεκινούν από αυτό το ομόλογο; Τι φοβάται; Κι αν φοβάται τώρα στην αντιπολίτευση να θέσει θέμα για ένα χρέος 2,5 δις ευρώ, τότε πώς θα θέσει αύριο ζήτημα για ολόκληρο το δημόσιο χρέος;
Στην πράξη τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πετυχαίνει να νομιμοποιήσει αυτό που καταγγέλλει. Δηλαδή, να νομιμοποιήσει όχι μόνο μια σκανδαλωδώς στημένη έξοδο στις αγορές, αλλά και τον ενταφιασμό της συζήτησης για την προοπτική διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους. Παρέχει με ακλόνητα επιχειρήματα τους δανειστές της χώρας ώστε υπό το σημερινό καθεστώς δανεισμού να μην δεχτούν ούτε καν στο τραπέζι μιας πιθανής διαπραγμάτευσης να τεθεί θέμα ακόμη κι ενός απλού «κουρέματος» του δημοσίου χρέους της Ελλάδας. Εδώ δεν τολμά να μην αναγνωρίσει ένα απλό πενταετές ομόλογο όντας αντιπολίτευση, που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έχει καμιά υποχρέωση να κάνει κάτι, θα αμφισβητήσει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, όταν θα είναι στην κυβέρνηση και εκτεθειμένη πανταχόθεν; Μόνο ανόητοι, ή άμυαλοι μπορούν να απαντήσουν θετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου